Αρχική Top Stories Παράθυρα της Λευκάδας

Παράθυρα της Λευκάδας

0

parathyraΠαράθυρα! Θέμα αγαπημένο, ποιητών, ζωγράφων, φωτογράφων.
Παράθυρα! Θέμα αγαπημένο και δικό μου!

Το πρώτο παράθυρο που ερωτεύτηκα ήταν εκείνο στο Πλατύστομα που ορθάνοιχτο, κενό, σαν κάδρο φωτογραφίας παλιάς, έκλεινε μέσα του τρυφερά ένα θέμα … ένα σακάκι.

Μα μετά άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου κι όπου πήγαινα τα κυνηγούσα. Αστείο μα την αλήθεια γιατί αυτά ήταν εκεί,  ακίνητα, δεν έτρεχαν για να τα κυνηγώ, άλλα εγώ έτσι ένιωθα, ότι μου κρύβονταν, ότι με ξεγελούσαν.

Άλλα κλειστά ερμητικά, φάνταζαν αφιλόξενα, ξένα, σκληρά, παγωμένα.

Άπλωνες το χέρι να χτυπήσεις, να ζητήσεις να ανοίξουν, μα εκείνα έστεκαν βουβά, βλέφαρα κλειστά,  με άρνηση, να μην ανοίξουν να μη δεις εσύ τα μυστικά που κρύβουν, να μη δουν κι αυτά το μεγαλείο του κόσμου ή την κατάντια του. Φοβισμένα σχεδόν!

Κι εσύ τότε θα φτιάξεις ιστορίες, θα βάλεις με το νου σου πράματα θαυμαστά ότι τάχα κρύβουν θησαυρούς  …. μα όχι σαν αυτούς των παραμυθιών, αλλά θησαυρούς από ανάσες, και από ζωές ξεχασμένες. Και θα βάλεις το αυτί σου επάνω τους να ακούσεις τις μνήμες να ψιθυρίζουν, να μάθεις , να κλέψεις ιστορίες και γέλια και κλάματα και τραγούδια και ουρλιαχτά και πόνο και θλίψη και χαρά. Ανάκατα όλα μαζί θα φτάσουν  στα αυτιά κι από κει στο μυαλό, να σε ζαλίσουν γλυκά καθώς θα προσπαθείς να τα ξεχωρίσεις και τα βάλεις στη σειρά. Κι ύστερα να τα πλάσεις με λόγια δικά σου ιστορίες για πάθη, για ζωή, για θάνατο, για μίσος και αγάπες παλιές.

Άλλα τα έβρισκα ανοιχτά διάπλατα χωρίς τζάμι, χωρίς ξύλο να τα προστατεύει.

Άφηναν τον αέρα να περνά, και τα ΄νιωθες να τρέμουν από το κρύο τις παγωμένες μέρες του χειμώνα και να καίγονται από τη ζέστη  τα πυρωμένα μεσημέρια του καλοκαιριού. Κι άφηναν τις χρυσές ακτίνες του ήλιου κι εκείνες τις ασημένιες του φεγγαριού να τα προικίζουν με τη λάμψη τους και το αχνό φως των αστεριών να τρεμοπαίζει  στα καρφάκια που έχουν απομείνει στο κουφάρι τους.

Αυτά σ΄ αφήνουν να κοιτάξεις μέσα, να δεις τι έκρυβαν παλιά. Πλασάρουν στον περαστικό ελεύθερα την πραμάτεια τους,  και κάνουν πώς δεν νιώθουν ντροπή για την ερήμωση, για την εγκατάλειψη, πώς δε νιώθουν πόνο, πώς όλο αυτό, είναι τάχα ξένο και μακρινό και δεν τ΄ αγγίζει.

Μα άκου τα …. κάνε λίγο ησυχία και άκου…,  κράτα για ένα λεπτό την ανάσα σου και άκου…, το παράπονο και το λυγμό τους,  που κρύβεται πίσω από τα διάπλατα ανοιχτά τους βλέφαρα, τα άχρωμα, τα τυφλά μάτια τους. Δεν θα δεις δάκρυ να τρέχει αλλά θα αφουγκραστείς το τρέμουλο από το βουβό κλάμα.

Μα δεν είναι όλα λυπημένα, είναι και τα άλλα.

Τα στολισμένα με κουρτίνες πεντακάθαρες, δαντελένιες, βαμβακερές, μεταξωτές …. λευκές ή χρωματιστές, μονόχρωμες  ή πολύχρωμες, σε περιμένουν με διάθεση φιλική και χαρούμενη να μοιραστούν μαζί σου τη νοικοκυροσύνη, την καθαριότητα, την ευχάριστη διάθεση, τη μυρωδιά από το βασιλικό που ΄ναι  στο πρεβάζι τους.

Και αν σταθείς εκεί απ΄ έξω θα αφήσουν το ύφασμα της κουρτίνας να σε χαϊδέψει καθώς χορεύει με τον άνεμο και θα σου αποκαλύψουν το φροντισμένο σπίτι, περήφανα και χαμογελαστά.

Μα θα δεις πολλά,  και το κάθε ένα διαφορετικό, μικρό, μεγάλο, στα χαμηλά ή στα ψηλά, σε χαμόσπιτο ή αρχοντικό, στο χωριό ή στη χώρα. Σε εκκλησιά ή σπίτι, σε μαγαζί ή στάβλο, σε μύλο ή βόλτο … Είναι παντού. Ψάξε … βρες τα!

Όμως όλα θα ΄χουν κάτι να σου πουν, κάτι να σου φωνάξουν, ή να σου ψιθυρίσουν. Αρκεί να ΄χεις την καρδιά και το νου σου ανοιχτά για να ακούσεις.

Κείμενο και φωτογραφίες: Σκλαβενίτη Χρυσούλα

Προηγούμενο άρθροΟ αγώνας του Τηλυκράτη και η δωροεπιταγή που θα κληρωθεί
Επόμενο άρθρο1η ημέρα των εργασιών της διημερίδας για τους σεισμούς