Αρχική Μόνιμες Στήλες Παρεμβάσεις από τον Θ. Γεωργάκη Προς τον λαόν της Λευκάδος…

Προς τον λαόν της Λευκάδος…

1
poetry

poetry

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης.

Η λαϊκή ποίηση στα χωριά της Λευκάδος γνώρισε μεγάλη άνθιση τους προηγούμενους αιώνες. Οι Λευκαδίτες ξωμάχοι του μόχθου και της βιοπάλης μέσα απ’την αυτοσχέδια ποίησή τους έβρισκαν διέξοδο και έκφραση σε κάθε καϋμό και χαρά, σε κάθε πόνο και συναίσθημα, και όλα τούτα τα μετουσίωναν σε αυτοσχέδιους στίχους, που μπορεί για τους συντοπίτες τους, των χρόνων εκείνων, να ήταν ακόμη και <<φευγάτοι>> ή τσίμπιοι, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούσαν, όμως σήμερα αυτή η ποίηση είναι πραγματικά μία απ’τις ωραιότερες μορφές του λαϊκού μας πολιτισμού. Με ιδιαίτερη φροντίδα, επιμέλεια και αυθεντικότητα ο Σπύρος Βρεττός έχει δημιουργήσει ένα θαυμάσιο βιβλίο, ήταν και η επιστημονική του διατριβή όταν ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, με τίτλο <<Οι λαϊκοί ποιητές, ως κοινωνικό φαινόμενο στην Λευκάδα, “1900-1985”, στο οποίο καταγράφει μια πλειάδα λαϊκών Λευκαδίων ποιητών, με θαυμάσια όντως ποιήματα.

Μια έξοχη περίπτωση λαϊκού ποιητή είνα ο Θεόδωρος Πετούσης, γνωστός με το παρατσούκλι “Ράκιας”, απ’τον Κάβαλλο. Αυτός ο Καβαλλισάνος, με το ανήσυχο πνεύμα, ασκούσε το επάγγελμα του δικολάβου, στις αρχές του 20ου αιώνα, υπερασπιζόμενος τους χωρικούς σε θέματα αγροζημιών στα δικαστήρια της Καρυάς.

Για την εποχή του είχε ικανό επίπεδο μόρφωσης, ενώ διαδραμάτισε αρχηγικό ρόλο στην εξέγερση των Αμπελουργών το 1935, όταν με πύρινους λόγους στην πλατεία των Λαζαράτων, ως άλλος Τυρταίος, είχε ξεσηκώσει τους Λευκαδίτες αμπελουργούς. Το 1929, στην προσπάθεια του να συνδράμει τον Πέτρο Φίλιππα – Πανάγο στον προεκλογικό του αγώνα, δημιούργησε ένα θαυμάσιο ποίημα με τίτλο: «Προς τον λαό της Λευκάδος και του νομού». Το πρωτότυπο χειρόγραφο του κειμένου βρίσκεται στην Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη.

Στο ποίημα αυτό παρουσιάζονται, σε όλο τους το μεγαλείο, όλες εκείνες οι παθογένειες που κατατρύχουν το πολιτικό μας σύστημα διαχρονικά, όπου βλέπομε ανάγλυφα αυτό το πελατειακό πανηγυράκι να κρατά καλά ακόμη και κατά το 1929, το δε ίδιο πολιτικό σύστημα να είναι απαξιωμένο στα μάτια των χωρικών, οι οποίοι, εδώ στην Λευκάδα, έχουν, επί πλέον, να αντιμετωπίσουν τον ρατσιστικό και ταξικό διαχωρισμό σε Μπρανέλους – Άρχοντες και σε παρακατιανούς Χωριάτες…

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Δια την υποψηφιότητα του κ. Πέτρου Φίλιππα Πανάγου.

Χωριάτης εγεννήθηκα την τύχη μου λυπούμαι, βγαίνουν οι πλάνοι του Λαού και μας περιγελούνε. Με του λαού τον ίδρωτα της Χώρας οι φαγάδες, κατήντησαν να τριγυρνούν σα Λόρδοι σαν Αγάδες.

Κατήντησε στον τόπο μας το καθ’ ένα τομάρι, να φθάν’ απάνω στη Βουλή να γίνεται Γομάρι. Και σήμερ’ απ’ απένταροι και πειναλαίοι πούναι κάμανε λεφτά κι αριστοκράτες ζούνε.

Και παζαρεύουν άκοπα οι κάθε ψωρριαραίοι τη ψήφο του φτωχού λαού, ωσάν αισχροί Εβραίοι . Κι’ έτσι σήμερ’ ο λαός την ψήφο δεν ορίζει, του την επέρν’ ο Άρχοντας και τονε φοβερίζει.

Και μοναχά στις εκλογές πατούνε το ποδάρι, ψήφους ζητάνε στα χωριά στους δρόμους στο παζάρι. Αριστοκράτες ευγενείς τρέχουνε χέρι – χέρι μανάβι και φτωχό πιάνουν από το χέρι.

Κι όσ’ είν’ επιτείδιοι κι είναι κομματαρχαίοι, τους πέρνουνε τα χρήματα και ξεπληρώνουν χρέη. Γιατ’ όποιος τα κατάφερνε εις τη Βουλή εκεί να μπεί, χρήματ’ άφθονα μοιράζει με σακκί.

Ο δε λαός ο πάμπτωχος, που τον θερίζ’ η πείνα, παίρνει στο χέρι τα λεπτά και σείει τη ζελατίνα, (πορτοφόλι). Γιατί αν τύχη για να βγουν τα πολλαπλασιάζουν, τα παίρνουν του φτωχού λαού κι’ όλοι θ’ αναστενάζουν.

Έτσι λογής – λογής αυτοί, λαού σωματεμπόροι, εξαγοράζαν το λαό, δεν τους δεσμεύουν όροι. Κι’ αν ημπορούσαν ύστερα, με γουρλωμένο μάτι κι’ αυτό το σπίτι τόπερναν και τόσπαγαν στη πλάτη.

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν κι’ αυτοί περνούνε φίνα, για σε δεν έκρινε κανείς, που σ’ έκοβεν η πείνα. Το ψήφο σου επέταγες, δεν έβλεπες ανάσα κι έτσι βρισκόσουνα στερνά στου παιγνιδιού τα χάσα.

Πενήντα χρόνια ολόκληρα για σε λαέ μου κάτι, μονάχα ένας Φίλιππος σ’ εκοίταξε χωριάτη. Ήρθε καιρός το ψήφο σου για να συλλογιστείς, ή κακομοίρη χάνεσαι ή μέλλει να σωθείς….!

Κι όταν σ’ εκαταφέρνανε, να πεταχτείς στο δρόμο, ποιος και για σε φτωχέ λαέ εψήφισ’ ένα Νόμο…;

Έκαμε λόγο στη Βουλή του Γιώργη Θεοτόκη κι οι αφεντάδες έσκουζαν πως ζ’ μιώνονται οι τόκοι. Μέχρι τότε οι χωρικοί επερνούσανε σκυφτοί, εσκιαζόνταν οι χρεώσται νάβγουν στο παζάρι τότε.

Αν χρωστούσαν μια δεκάρα δυστυχία τους, θλιμάρα Τ’ ς έβαζαν στη φυλακή για το πι και φι. Τους επιάναν στο παζάρι το γαϊδούρι ή το μουλάρι και το σπίτι κι αυτό κατεσχέναν στο λεπτό.
Όπου τότ’ απ’ τη θολούρα πέρνανε χονδρή μαγκούρα κι ετσακίζανε τις πλάτες των κλητήρων οι χωριάτες.

Εάν ένας χωρικός, ο Πανάγος ο φτωχός, δε σκεφτόταν στη Βουλή πως ο κόσμος θα σωθεί, όπου τότε στο μομέντο κάνει το κουβέρνο νόμο κι έτσι γλίτωσ’ ο λαός και μπορεί να ζει κι αυτός.

Πως να τα συλλογισθώ. Ότι τρώς και ζεις και πίνεις το Ταμείον της Αμύνης, όπου το κρασί μας τώρα το ζητάει κάθε χώρα

Ενώ τόβγαναν ξυνάδα, οι εμπόροι στη Λευκάδα. Και τονε συγκοφαντήσαν πως το φαγαν και το κλείσαν.

Ο Πανάγος ο φτωχός πούνε σήμερ’ ο αυτός. Και για τα Νοσοκομεία είχε κάμει προστασία.

Να και πέρισυν αυτός, ο Σωτήρ ο ξακουστός, στη βουλή τα ματσουκώνει τα χωριάφια μας γλυτώνει.

Που απ’ τα Άκτιο κομμάτια και με δακρυσμένα μάτια, με μια λοριδοσκούτο μόνο και με το τσαπί στον ώμο.

Πάντα στη Βουλήν αυτός φώναζε σαν παλαβός, λίγο φόρο για να βάλει κι ο λαός να ξανασάνει. Τέτοιονε λοιπόν μπορείς, ένα ψήφο ν’ αρνηθείς; Οποιος ψήφο θα πετάξει, θα καεί θ’ αναστενάξει.

Αύριον οι αφεντάδες θα μας σφάξουν σαν αγάδες, μας γελάσαν, μας γελάνε και το αίμα μας ρουφάνε.

Στον Πανάγο αν έχεις σπίτι το χρωστάς ρε Λευκαδίτη, στον αφέντη τι χρωστάς στέκεις και τον χαιρετάς;

Που θα σ’ ώπερνεν ακόμα και του κρεβατιού το στρώμα και θα σου το πάρει πάλι, αν σταθείς ξερό κεφάλι.

Μεις δεν πέρνομε παράδες, μούτζες μεσ’ τους αφεντάδες. Αγαπούμε το Λαό, ζούμε μετ’ αυτόν πλευρό.

Στον Δημιουργόν μας τούτον κι ο λαός θάρρος να δίνει να κοιτάξει το συμφέρον, του χρωστάει ευγνωμοσύνη.

Γερουσιαστή, αν χρήσεις έναν, την ψήφο σου να του χαρίσεις. Για να δοξασθεί ο Πανάγος, ο Φωστήρας της Λευκάδος.

Εν Σφακιώταις Μάρτιος 1929

Ο Ποιητής
Θεοδ. Πετούσης

Προηγούμενο άρθροΤι συνέβη την τελευταία νύχτα της Χριστίνας Ωνάση;
Επόμενο άρθροΛεβάντα