Αρχική Μόνιμες Στήλες Περί ψυχολογίας Αναλύοντας τη συμπεριφορά – Μέρος 2ο

Αναλύοντας τη συμπεριφορά – Μέρος 2ο

0
psicho

psicho

Γράφει η Σοφία Μεσσήνη.

Στην καθημερινότητά μας έχουμε την τάση να διαχωρίζουμε τις «φυσιολογικές» συμπεριφορές από τις λεγόμενες «ψυχοπαθολογικές». Για παράδειγμα, συμπεριφορές όπως η κατάθλιψη, η παράνοια, η σχιζοφρένεια, ο ψυχαναγκασμός, η εργασιομανία κ.α. μάλλον θα συγκαταλέγονταν στις «παθολογικές» συμπεριφορές που χρήζουν κάποιας παρέμβασης παρά στις «φυσιολογικές». Αυτό που συνήθως αγνοούμε είναι το γεγονός ότι όλες οι συμπεριφορές μας (παθολογικές ή φυσιολογικές) καθορίζονται από τις ίδιες ακριβώς αρχές συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του συμπεριφορισμού και της θετικής επιστήμης της συμπεριφοράς, όλες μας οι συμπεριφορές καθορίζονται, διαμορφώνονται, τροποποιούνται από τις ίδιες βασικές αρχές, κάτι δηλαδή που καθιστά τη διάκριση «φυσιολογικού – παθολογικού» άνευ ιδιαίτερης σημασίας.

Σίγουρα, η κατάταξη κάποιων συμπεριφορών στη σφαίρα της παθολογίας και η σύνδεσή τους με μία σειρά συμπτωμάτων μας βοηθά σε περιγραφικό επίπεδο. Για παράδειγμα, αν χαρακτηρίζουμε κάποιον ως ψυχαναγκαστικό μας δίνει την δυνατότητα να περιγράψουμε μία σειρά συμπτωματολογίας του (π.χ. κάνει επαναλαμβανόμενες τελετουργίες) και επίσης να τον διακρίνουμε από άλλα άτομα με άλλες «παθολογίες», όπως για παράδειγμα με αυτισμό ή με κατάθλιψη. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι πέρα από περιγραφικές πληροφορίες η διάκριση «φυσιολογικού – παθολογικού» δεν μας δίνει καμία πληροφορία για την προέλευση και για την τροποποίηση μιας «παθολογικής» συμπεριφοράς. Αν, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ένα παιδί το οποίο είναι ιδιαίτερα μοναχικό, κάνει διάφορες στερεοτυπικές κινήσεις και ηχολαλεί εύκολα μπορούμε να αποδώσουμε αυτές τις μάλλον όχι τόσο «φυσιολογικές» συμπεριφορές στον αυτισμό του. Αυτή, όμως, η παραπομπή στην «ψυχοπαθολογία» του μικρού παιδιού δεν μας βοηθά, αφού δεν μας δίνει τρόπους βελτίωσης και πολύ περισσότερο ριζικής τροποποίησης της συμπεριφοράς του. Είναι βέβαιο, πως αν αποδώσουμε τις αυτιστικές συμπεριφορές του παιδιού στον ίδιο του τον αυτισμό, δεν θα μπορέσουμε να το βοηθήσουμε, εφόσον διαπράττουμε ξανά το σφάλμα της ουσιαστικοποίησης που περιγράφθηκε στο 1ο μέρος.

Ας παραμείνουμε λοιπόν στο παράδειγμα του αυτιστικού παιδιού. Αρχικά, να αναφέρουμε ότι η αυτιστική διαταραχή ή αυτισμός αποτελεί σοβαρή μορφή Διάχυτης Αναπτυξιακής Διαταραχής (ΔΑΔ) και έχει χαρακτηριστεί ως διαταραχή «φάσματος», που σημαίνει ότι η κλινική εικόνα του αυτισμού δεν είναι ομοιογενής, αλλά κυμαίνεται από ηπιότερες μορφές με ελάχιστα και σε ήπια μορφή αυτιστικά στοιχεία μέχρι βαρύτερες μορφές με πολλαπλά αυτιστικά στοιχεία συνοδευόμενα από βαριά νοητική καθυστέρηση. Τα αίτια του αυτισμού ακόμα και σήμερα παραμένουν άγνωστα και υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς το αν οφείλεται σε περιβαλλοντικά – ψυχογενή ή οργανικά αίτια. Οι αρχές που καθορίζουν τις συμπεριφορές αυτού του αυτιστικού παιδιού δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις αρχές που καθορίζουν τις συμπεριφορές ενός, ας πούμε, κακομαθημένου «φυσιολογικού» παιδιού, το οποίο απαιτεί διαρκώς πράγματα, είναι ανυπόμονο και σε οποιαδήποτε άρνηση κλαίει και διαμαρτύρεται με υπερβολικά έντονο τρόπο. Αν το κακομαθημένο παιδί κλαίει γοερά μπροστά σε ένα παιχνίδι που επιθυμεί στο διάδρομο ενός πολυκαταστήματος παιχνιδιών είναι γιατί στο παρελθόν του, στο ιστορικό του δηλαδή, τέτοιες συμπεριφορές έφεραν το πολυπόθητο αποτέλεσμα (ενισχύθηκαν με άλλα λόγια), αφού οι γονείς του αγόρασαν το παιχνίδι για να αποφύγουν τόσο την γκρίνια αλλά και τα καρφωμένα μάτια του υπόλοιπου κόσμου πάνω τους. Από την άλλη, αν το αυτιστικό παιδί αυτοτραυματίζεται είναι γιατί στο ιστορικό του όποτε εμφανίστηκαν τέτοιες συμπεριφορές τράβηξαν, για ευνόητους λόγους, την προσοχή των γονιών του αλλά και άλλων σημαντικών ανθρώπων πάνω του. Έτσι, εφόσον οι αυτοτραυματισμοί ενισχύονται μέσω της προσοχής το παιδί έχει διαμορφώσει αυτό τον τρόπο για να επικοινωνεί και να ζητά πράγματα. Δεν υπάρχει διαφορά, λοιπόν, ως προς τις αρχές που καθορίζουν τις συμπεριφορές του «φυσιολογικού» παιδιού και του «παθολογικού» παιδιού του παραδείγματός μας. Όπως, ακριβώς, δεν μας βοηθά και δεν αλλάζει την κατάσταση η απόδοση της γκρίνιας του τυπικού παιδιού στο γεγονός ότι είναι κακομαθημένο, έτσι δεν μας βοηθά και η απόδοση των αυτοτραυματισμών του αυτιστικού παιδιού στον αυτισμό του.

Στα δύο παραπάνω παραδείγματα των παιδιών, γίνεται αναφορά σε μία βασική αρχή καθορισμού της συμπεριφοράς, σύμφωνα πάντα με την προσέγγιση του συμπεριφορισμού, την αρχή της ενίσχυσης. Όταν ένα ερέθισμα ακολουθεί μία δράση και την κάνει να συμβαίνει συχνότερα, ονομάζουμε τη συνέπεια αυτή ενισχυτικό ερέθισμα ή απλώς ενισχυτή. Για να πούμε ότι έχει τη λειτουργία της ενίσχυσης, ένα ερέθισμα πρέπει να παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά: α) πρέπει να παράγεται από μία δράση, αποτελώντας έτσι συνέπειά της, και β) πρέπει να αυξάνει τη συχνότητα των δράσεων που έχουν αυτή τη συνέπεια. Δηλαδή, οι ενισχυτές ορίζονται από την επίδρασή τους, ως συνέπειες, στη συμπεριφορά του ατόμου. Για παράδειγμα, δεν θα περιμέναμε ότι οι φωνές θα λειτουργούσαν ως ενισχυτής (δηλαδή θα αύξαναν την συχνότητα εμφάνισης) για την ενοχλητική συμπεριφορά ενός παιδιού. Εάν όμως οι γονείς του παιδιού του δίνουν προσοχή φωνάζοντας του μόνο όταν δημιουργεί προβλήματα, δεν αποκλείεται να ανακαλύψουν ότι οι φωνές τους αυξάνουν την συχνότητα των ανεπιθύμητων δράσεων που τις παράγουν, δηλαδή ότι λειτουργούν ως ενισχυτής. Αφού η πιθανότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς καθορίζεται από τις συνέπειές της, τότε μπορούμε να αλλάξουμε την πιθανότητα αυτή αλλάζοντας τις συνέπειες. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αόριστα πράγματα όπως, ο νους, η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, ενώ αντίθετα μπορούμε να αλλάξουμε τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς και να δούμε τι συμβαίνει στην συμπεριφορά, πράγμα που πραγματικά μας βοηθά να τροποποιήσουμε και να διαμορφώσουμε συμπεριφορές.

Εν κατακλείδι, φαίνεται πως η διάκριση ψυχοπαθολογίας και τυπικής συμπεριφοράς μόνο περιγραφική υπόσταση μπορεί να έχει. Στην ουσία, κάθε είδους συμπεριφορά (είτε «φυσιολογική» είτε «ψυχοπαθολογική») καθορίζεται από τις ίδιες αρχές συμπεριφοράς. Τέλος, με το να αποδίδουμε συμπεριφορές στην ψυχοπαθολογία ενός ατόμου, δεν μας επιτρέπει να βοηθήσουμε το άτομο ώστε να απαλλαχτεί από ανεπιθύμητες για αυτό συμπεριφορές.

messini sofia diafimisi odigos

Προηγούμενο άρθροΟ Γυμναστικός Σύλλογος Λευκάδας στα Βεργίνεια 2013
Επόμενο άρθροΑρχαιρεσίες στον Πολιτιστικό Σύλλογο Πλατυστόμων