Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Ο Νίκος ο Γλένης το ασκί και το σκοπούλι

Ο Νίκος ο Γλένης το ασκί και το σκοπούλι

0
aski

aski

Γράφει ο Ανδρέας Σταύρακας “Κόκορος”

1

Πολλές φορές θέλησα να γράψω ,για την περιπέτεια του θείου μου του Νίκου ,με το ασκί και το σκοπούλι αλλά πάντα το μετάνιωνα ,με τη σκέψη πως κανένας πλέων δεν θα ξέρει τι είναι το ασκί και το σκοπούλι .

Αφού βλέπω στην τηλεόραση που ρωτάνε στο δρόμο τους περαστικούς ,όταν έχομε κάποια Εθνική γιορτή «Του Ευαγγελισμού αίφνης »τι γιορτάζομε σήμερα ;και απαντάνε πως γιορτάζομε τον τρωικό πόλεμο .

Η ρωτάνε ποιος είναι ο Κάρολος Παπούλιας και ουδείς ξέρει ,ρωτάνε ποια είναι η Παπαρίζου και απαντάνε τραγουδίστρια ,ρωτάνε ποιος είναι ο Γιαννάκης και απαντάνε μπασκετμπολίστας .

Σκέφτηκα όμως πως πρέπει να γράψω τούτη την αληθινή ιστορία .Αλώστε το οφείλω στον μπάρμπα μου τον Νίκο ,γιατί ήταν καλός και πανέξυπνος άνθρωπος ,που μας διασκέδαζε πολλές φορές με τα αστεία του, τα δύσκολα εκείνα χρόνια που δεν υπήρχαν άλλα μέσα για διασκέδαση .

Άσε που τα έχω πιθωμένα σε κάποια άκρη του μυαλού μου και είναι πολλά τα έρμα ,άλλα αξέχαστα και άλλα λησμονημένα και πρέπει να τα βγάλω .Ίσως καμιά φορά θελήσει κάποιος παλαιοπώλης να τα μαζέψει όπως μαζεύουν σήμερα κάθε τι παλιά που κάποτε τα είχαμε πετάξει και τα μοσχοπουλάνε.

Αν ενδιαφερθεί κάποιος να μάθει τι είναι το ασκί και το σκοπούλι , ας ανοίξει το λεξικό να μάθει ,αν υπάρχει πουθενά γραμμένο σε καμιά άκρη .Εγώ θα προσπαθήσω να το εξηγήσω , αν δεν το καταφέρω ας κοιτάξει στο βιβλίο του Χριστόφορου του Λάζαρη του εισαγγελέα «ΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ».

Το ασκί είναι το δέρμα από μεγάλο κατσίκι « τραγί όπως το λέγαμε » είναι πολλά τέτοια στο Άγιο Όρος ,η από μεγάλο πρόβατο « κριάρι όπως το λέγαμε ».

Το σκοπούλι είναι δέρμα από μικρό κατσίκι η από μικρό αρνί ,δηλαδή πριν μπουν στην εφηβεία ,και τα λέγαμε « βετούλι η σγούρι ,»τώρα με τη μοντέρνα διάλεκτο δεν ξέρω πως το λένε.

Αφού τον μπαρμπέρη τον λένε κομμωτή ,τον απόπατο τον λένε τουαλέτα ,τη μακαρονάδα την ονόμασαν σπαγέτη το μπουχαρί το λένε τζάκι και τον καφενέ τον λένε καφετέρια .

Όταν έσφαζαν το ζώο έπαιρναν το δέρμα το κούρευαν με το ψαλίδι και έβγαζαν το μαλλί ,έπειτα το γύριζαν ανάποδα ,το αλάτιζαν για να μην μυρίσει και το κρεμούσαν στον ήλιο ,μερικές μέρες ,

Ύστερα το έπαιρναν και το έραβαν από την κάτω μεριά ,βάζοντας στο ράψιμο δύο πλεξούδες φτιαγμένες από λινάρι «αυτό λέγετε τρίτσομα » του έδεναν τα δύο μπροστινά πόδια και από το λαιμό το γέμιζαν ,νερό κρασί η λάδι και με αυτά κάναμε της μεταφορές ,γιατί δεν υπήρχαν τότε δοχεία ,μεταλλικά η πλαστικά .

Ο μπάρμπα μου ο Νίκος ,παντρεύτηκε τη θειά μου τη Δήμητρα ,ήταν πολύ όμορφη και η πρώτη κοπέλα στην οικογένεια .Σαν πρώτη που ήταν ,η μάνα της τη στόλιζε ποιο πολύ από τις άλλες ,«έτσι το έκαναν τότε, την πρώτη κοπέλα την είχαν για μόστρα» έπρεπε να παντρευτεί πρώτα για να παντρευτούν τα υπόλοιπα αδέρφια ,

Αφού ήταν όμορφη και καλοντυμένη ,όπως νάνε είχε πάρει ψηλά τον αμανέ ,όπως λένε .

Κάποτε που βρέθηκε σε κάποιο σπίτι με την αδερφή της ,την ρώτησαν πως τη λένε και απάντησε ,Δήμητρα Στραγαλινού, την αδερφή μου τη λένε Όλγα Ματσούκα ,αυτό ήταν το παρατσούκλι .Αυτά έλεγε ο θείος μου ο Νίκος και άλλα πολλά τέτοια και ξεκαρδιζόμαστε από τα γέλια..

Ο θείος μου ο Νίκος αν και είχε έξι παιδιά ,τρία αγόρια και τρία κορίτσια τα περνούσε κάπως καλά ,με τα λίγα χτήματα που είχε και κάποια βοήθεια που είχε από την αδερφή του που ήταν στην Αμερική.

Έσπερνε τα λίγα λαχίδια που είχε στάρι ,η κριθάρι και με τα λίγα δολάρια που του έστελνε η αδελφή του, μάζευε τη φαγούρα της χρονιάς .

Λίγο κρασί από τα αμπέλια που είχε σε καλές τοποθεσίες ,λάδι που ήταν αρκετό γιατί είχε καλές ελιές σε τοποθεσίες που λάδιζαν «έφταναν εφτά καρτούτσα η λάτα» ,

Έτσι με το κουμάντο του ,με την καλή του καρδιά και τα αστεία του ,που κρέμονταν όλες τις ώρες από τα χείλια του περνούσε μια χαρά .

Τις γιορτές η τις μέρες που δεν πήγαιναν για δουλειά ,κάθονταν στη γειτονιά, που είναι πάνω και αριστερά από Την Εκκλησία Της Παναγίας ,μια σειρά σπίτια ,όλα των Γλενέων

«Μόνον το σπίτι του Φλίπου του Γάρη ήταν ανάμεσα » εκεί τα μεσημέρια και τα βράδια γινόταν το σώσε από τα καλαμπούρια του θείου μου του Νίκου .

Είχε πάρα πολλές ιστορίες και μπαρούφες ,που τις διηγούνταν αδιαφορώντας αν ενοχλούσε κάποιον με την καλή έννοια ,έστω και τη γυναίκα του ακόμη .

2

Κάποτε όπως έλεγε ,η γυναίκα του ετοίμασε το προζύμι από βραδύς ,το τύλιξε σε μια μπόλια για να είναι ζεστό και να «γένει» έως το πρωί ,που θα βάραγε η φουρνάρισσα το κόρνο να σηκωθεί να ζυμώσει .

Ο μπάρμπας μου ο Νίκος όμως σηκώθηκε πρώτα από τη θειά μου ,θα πήγαινε στην ακόνη για ελιές ,αντί να πάρει τη μπόλια με το κολατσό που το είχε ετοιμάσει από βραδύς ,πήρε τη μπόλια με το προζύμι .

Όταν βάρεσε το κόρνο ,σηκώθηκε η θειά μου να ζυμώσει ,πουθενά προζύμι ,ψαχουλεύοντας με το λυχνάρι βρήκε τη μπόλια με το κολατσιό .Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα ,έτρεξε στο φούρνο ,έμαθε ποια γυναίκα θα ζύμωνε το πρωί εκείνο ,πήγε δανείστηκε λίγο προζύμι και έφτιαξε κάμποσα καρβέλια.
Ο μπάρμπας μου ο Νίκος ,όταν ήρθε η ώρα για να κολατσίσει ,πήρε τη μπόλια την άνοιξε και βρήκε μέσα το προζύμι .Όπως ήταν άχολος γέλασε πήγε στο διπλανό λιοστάσι του έδωσαν λίγο ψωμί ,τους είπε και το πάθημα του και γέλασαν . Τούτα και άλλα πολλά που είναι ατελείωτα έλεγε ο μακαρίτης . Αλλά όπως γίνετε συνήθως ,ύστερα από τη ξαστεριά έρχεται η καταιγίδα .

Έτσι και τη δικιά μας ήρεμη ζωή ,ήρθε και μας την ανακάτεψε ο πόλεμος του σαράντα και συνέχεια η κατοχή και ο εμφύλιος .

Τα αστεία όλων μας ,όπως και του θείου μου του Νίκου ,έγιναν αγονία ,κυνηγητό ,πείνα και δυστυχία .

Οι Ιταλοί ,εκτός που μας έπαιρναν μέρος από τα εισοδήματα που παρήγαμε και προπάντων το λάδι .Επίσης δεν μας επέτρεπαν να επικοινωνήσουμε λεύτερα με την Ακαρνανία ,που εμείς οι Λευκαδίτες είχαμε πολλές συναλλαγές ,τους πηγαίναμε λάδι και κρασί και παίρναμε σιτάρι και καλαμπόκι

Αφού μας επέβαλαν τούτο το περιορισμό ,λάδι μάλιστα δεν επέτρεπαν οι Ιταλοί καθόλου να περάσουμε από το πέραμα που ήταν τότε .«Το πέραμα ήταν μια μεγάλη πλατφόρμα δεμένη σε ένα χοντρό συρματόσκοινο που ήταν δεμένο από τη μια άκρη του διαύλου έως την απέναντι» .Από κει περνούσαμε απέναντι και πηγαίναμε στην Ακαρνανία ,τραβώντας το με τα χέρια . Η θειά Ακριβούλα η μάνα της Βέρας ήταν ο κουμανταδόρος . Όταν έγινε βουλευτής ο Γιώργος ο Κτενάς είχε μεσολαβήσει και φτιάξανε τη σημερινή γέφυρα και άλλα πολλά έργα ,όπως το νερό από το Λούρο και άλλα πολλά .

Έπρεπε λοιπόν με κάθε μέσον και με όποια θυσία να πάμε λάδι απέναντι στη στεριά ,γιατί το λάδι είχανε ποιο πολύ ανάγκη η ξηρομερίτες .

Αν και οι Ιταλοί είχαν φιλάκια απέναντι στο κάστρο της Πλαγιάς ,με πολυβόλα και άλλα όπλα ,οι Λευκαδίτες βάζαμε το κεφάλι μας στο σακούλι και περνούσαμε τη νύχτα με πριάρια φορτωμένα λάδι .

Η από τις αλυκές η από την Νικιάνα ,τα βγάζαμε απέναντι στην Περατιά και από κει με ζώα μεταφέρονταν στο προορισμό τους .

Ο θείος μου ο Νίκος δεν είχε πάντοτε πρόσβαση προς εκείνη τη μεριά και όπως λένε «η φτώχια τέχνη εργάζεται και η … φκιασίδι ,το μυαλό του δούλεψε δελόγκου ,άλλωστε αυτές οι δουλειές δεν χωράν καθυστέρηση .

Πήρε δύο ασκιά τα ξήλωσε από κάτω, έβαλε μέσα δύο σκοπούλια ,τα ξαναέραψε πάλι τα ασκιά ,αφού έβγαλε τα στόμια από τα σκοπούλια έξω από τα στόμια των ασκιών και τα είχε χαζίρι .

Όταν ο καιρός ήταν καλός γέμιζε τα σκοπούλια λάδι τα έδενε ,τα έσπρωχνε και τα βύθιζε μέσα στα ασκιά ύστερα γέμιζε τα ασκιά κρασί ,τα έδενε από βραδύς και τα είχε χαζίρι.

Το πρωί τα φόρτωνε στο άλογο μπονόρα ,κατέβενε λοξά από Την Παναγία σκαπετούσε στου Αντιέλου και από του Αντωνά εύγενε στα Κτενάτα και από κει κατευθείαν για τη χώρα .

Όταν έφτανε στο πέραμα τον περίμεναν οι Ιταλοί με χαρά ,γιατί ο θείος ο Νίκος έλυνε τα ασκιά και τους φίλευε μπόλικο κρασί ,τους γέμιζε τα παγούρια ,έπιναν κάμποσο και έρχονταν σε κέφι ,«περμέσο σινιόρ» .

Αυτό κράτησε κάμποσο καιρό και έτσι ο μπάρμπας μου ο Νίκος ,έφερνε πότε στάρι πότε καλαμπόκι και έτρωγε η φαμελιά του και όχι μόνο .

Πολλοί χωριανοί πήγαιναν από τη παλιό Κατούνα ,πότε τους έπιαναν οι Ιταλοί ,τους έπαιρναν το λάδι και τους έδερναν μέχρι θανάτου .

Άλλοτε τους έβαζαν με τα πολυβόλα μες τη νύχτα και γυρνούσαν πίσω ,έκρυβαν τα ασκιά με το λάδι μέσα στις μάζες έως που να βρούνε άλλη ευκαιρία ,αλλά πήγαιναν οι επιτήδειοι και τους το έκλεβαν .

Όλα τούτα τα άκουγε ο μπάρμπας μου ο Νίκος και καθώς ήταν ψυχοπονιάρης ,θεώρησε καλό να το πει σε κάνα δυο γνωστούς ,για να κάνουν την ίδια δουλειά και να μην κινδυνεύουν πηγαίνοντας από τη θάλασσα .

Από κουβέντα σε κουβέντα «όπως λέει ο λαός μας ,όταν το ξέρουν δυο το ξέρει ο κόσμος όλος » το έμαθε και ένας «καλοθελητής »δυστυχώς υπήρχαν πολλοί και τότε ,πήγε δελόγκου και το κάρφωσε στους Ιταλούς .

Ετοιμάστηκε από βραδύς ο μπάρμπα μου ο Νίκος ,γέμισε τα σκοπούλια λάδι ,όπως συνήθως ,που τα είχε μέσα στα ασκιά ,τα έδεσε από πάνω και τα βύθισε μέσα στα ασκιά ,γέμισε τα ασκιά κρασί τα ακούμπησε με προσοχή στο τοίχο και ανέβηκε για ύπνο.

3

Μέχρι να κάνει την προσευχή του ,πήγε και η θεία μου η Δημήτρο ξάπλωσε κι’ αυτή και κοιμήθηκαν .

Όταν λάλησε ο πρώτος κόκορας ,σηκώθηκε πρώτα η θειά μου ,σκούντησε τον μπάρμπα μου ,σηκώθηκε δελόγκου κι’ αυτός ντύθηκε με φούρια ,αλλά είδε τη γυναικά του λίγο προβληματισμένη .

-Τι συμβαίνει γυναίκα τη ρώτησε και είσαι σαν να σου έφαγε η γαϊδούρα το ψωμί .
-Νίκο του είπε να μην πας σήμερα γιατί είδα ένα κακό όνειρο .
-Είδα πως έκανες βόλτες με τον παπά Μήτσο και πίσω σου ακολουθούσε μια μαύρη γάτα.
 
Ο μπάρμπας μου που είχε πάρε δώσε με τον παπά ,κάνανε αστεία και φάρσες ο ένας στον άλλον ,γέλασε και είπε .
-Κάθε μέρα με τον παπά είμαι και γι’ αυτό είδες το όνειρο ,τώρα πως είδες και τη μαύρη γάτα ,τι ήθελες να έβλεπες πίσω απ’ το παπά άσπρη γάτα ;

Κατέβηκε στο κατώι ,σαμάρωσε το άλογο ,τον βοήθησε η γυναίκα του να φορτώσουν τα ασκιά, πήρε δυο πλακίδες να τις δώσει ρεγάλο στους Ιταλούς και αναχώρησε για τη χώρα και από κει ,ευθεία για το πέραμα να περάσει από τον προβλεπόμενο έλεγχο .

Χαρούμενος όπως πάντα χαιρέτισε τους Ιταλούς πήγε να πιάσει τις πλακίδες ,αλλά τον σταμάτησαν οι Ιταλοί .Κατέβασαν τα ασκιά ,άνοιξαν το ένα έχυσαν το κρασί και έπιασαν το σκοπούλι ,το έλυσαν και βρήκαν το λάδι .

Αφού έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, τον έβαλαν στο «φρέσκο» το άλογο το άφησαν κάπου εκεί και το μάζεψε η θειά Ακριβούλα η μάνα της Βέρας που ήταν τότε στο πέραμα ,το έδεσε ως που να περάσει κάποιος Καρσάνος να του το δώσει ,«έκανε πολλά τέτοια η μακαρίτισσα ».

Την άλλη μέρα είδαν πως αργεί ο Νίκος και άρχισαν να ανησυχούν ,η μακαρίτισσα η μάνα του είπε «ο η κακότυχη θα έπιασαν το Νίκο οι Ιταλοί και τι θα γίνει το άλογο ».Η αγνή αυτή γυναίκα δεν ήξερε τι θα πει κατακτητής και σκέφτηκε μόνο το άλογο .

Την άλλη μέρα έφερε το άλογο κάποιος χωριανός και είπε πως το Νίκο τον έπιασαν οι Ιταλοί ,όπως του είχε πει η μάνα της Βέρας .

Κατέβηκαν στη χώρα ,έβαλαν διάφορους ανθρώπους που είχαν πρόσβαση στους Ιταλούς ,δίνοντας ένα σωρό ρεγάλα , έγινε η δίκη ,δικάστηκε κάμποσες μέρες

Αφού βγήκε από τη φυλακή ,γύρισε στο χωριό κατάμαυρος από το πολύ ξύλο ,αλλά το καλαμπούρι του δεν το άφησε ,όταν τον ρώτησε ο παπάς ,πως πέρασες στις διακοπές Νίκο .

– Καλά παπά μου, σου εύχομαι να πας και του λόγου σου σύντομα.

Α Ι Σ Κόκορος.

*Φωτο : Μουσείο Ελιάς Βουβών

Προηγούμενο άρθροΣτον Αϊ-Γιάννη
Επόμενο άρθροBad weather