Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Tο Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη

Tο Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη

0
polemos

polemos

Ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα που ‘χει γραφτεί για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο.

Γράφει ο Μιχάλης Μακρόπουλος.

Επετειακά, για το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη.

Ο Γιάννης Μπεράτης πολέμησε στην Αλβανία, και το 1966 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τούτο το βιβλίο, το σπουδαιότερο που γράφτηκε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40. Το Πλατύ ποτάμι το κάνουν και στο σχολείο. Διαβάζεται εξίσου από έναν έφηβο κι έναν ενήλικα, απνευστί. Είναι το Έπος της Αλβανίας δίχως ηρωισμούς, μα μ’ έναν πιο βαθύ ηρωισμό. Τον ηρωισμό του απλού ανθρώπου που δε θέλει μήτε να σκοτώσει μήτε να πεθάνει, αλλά που τον εξυψώνουν οι συνθήκες κι ένα ήθος που ’χει ριζώσει στην ανθρώπινη ψυχή χάρη στην ουσιαστική καλλιέργεια, και χάρη στη φιλοπατρία δίχως μισαλλοδοξία. Κι ας μην κλείνει τα μάτια στην ανθρώπινη μικρότητα, κι ειδικά αφότου, με τη γερμανική επίθεση, το μέτωπο κομματιάζεται κι ο στρατός διαλύεται, ο Μπεράτης θέλει να βλέπει τ’ ανθρώπινο μεγαλείο, και στους ανθρώπους του βιβλίου του βρίσκει αξίες. Τούτο είναι το πρώτο που προσέχεις, κι ό,τι σου μένει πιο έντονα αφού έχεις διαβάσει και την τελευταία αράδα – πόση αξία δίνει η αφήγηση στον άνθρωπο, μέσα σε τούτον το χαλασμό του πολέμου, όπου η ανθρώπινη ζωή κρέμεται από μια κλωστή κι οι κακουχίες είν’ αδιανόητες. Συντροφικότητα, φιλία, εκτίμηση, αγάπη, όλα έχουν θέση μέσα σ’ ένα όρυγμα όπου δυο άνθρωποι στριμώχνονται υπό μια βροχή από βλήματα πυροβολικού και όλμων. Και τούτη η τόση αξία που δίνεται στον άνθρωπο, δε θα μπορούσε να υπηρετείται παρά από το πιο ανυπόκριτο συγγραφικό ύφος. Πράγματι, πουθενά δεν υπάρχουν εκζητήσεις εδώ, πουθενά μεγαλοστομίες, πουθενά κάποια επίδειξη συγγραφικής δεινότητας. Και μολαταύτα η συγγραφική δεινότητα υπάρχει ακριβώς σε τούτη την απλότητα και την ευθύτητα. Η γλώσσα του Μπεράτη είν’ ανυπόκριτη, αλλά κάθε άλλο παρά απαίδευτη είναι. Το ομολογεί κι ο ίδιος: «Να τις συμπεριλάβεις όλες (τις λεπτομέρειες) χωρίς, συγχρόνως, να φαίνεσαι (και να φαίνεται) πως συμπεριλαμβάνεις. Εδώ είναι όλο το στοίχημα. Δηλαδή, να τις τυλίγεις μέσα στην πιο φυσική σου φράση – τάχα χωρίς να τις κυνηγάς». Ο Μπεράτης είναι αριστοτέχνης σκιτσογράφος. Με δυο γραμμές, που λέει ο λόγος, πετυχαίνει να σου δώσει ολοζώντανα καταστάσεις, πρόσωπα, χώρους. Οι περιγραφές του έχουν κίνηση και σφρίγος. Αντί για διαλόγους χρησιμοποιεί τον πλάγιο λόγο κάποιου που σου μεταφέρει επί λέξει τα λόγια άλλου, κι έτσι κατορθώνει μια προφορικότητα, μια ζηλευτή αφηγηματική αμεσότητα. Κάθε ιστορικό βιβλίο έχει τη θέση και την αξία του, μα κανένα δεν μπορεί να σου δώσει, σαν το Πλατύ ποτάμι, τον ψυχισμό των ανθρώπων που πολέμησαν στα βουνά της Αλβανίας, να σου δείξει δίχως διδακτισμό τι μεγάλο μπορεί να γίνει ο άνθρωπος κάτω από συνθήκες που τον αφανίζουν.

«Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα απ’ την έδρα του 50ου Συντάγματος ήταν ένας υψωμένος τάφος μ’ ένα μεγάλο-μεγάλο ξύλινο σταυρό. Τον είχαν περιποιηθεί αυτόν τον τάφο, είχαν υψώσει όλα τα πλάγια του με τούβλα και με πέτρες, έτσι που να πλαισιώνεται από παντού μ’ ένα ευπρόσωπο τοιχάκι, σαν τους συγκινητικούς πενιχρούς τάφους των δικών μας νεκροταφείων, όπου η στοργή κ’ η φροντίδα αντικαθιστά την έλλειψη του πλούτου – και τώρα, πάνω στο πεζούλι του καθόντουσαν τρεις στρατιώτες που μας κοιτούσανε αμίλητοι καθώς περνούσαμε.

»Μου φέρανε κάπου εκεί, δίπλα σ’ ένα παλιό γκρέμισμα που ’χα ανεβεί, το μουλάρι μου για να ξανακαβαλήσω. Πάνω στο μεγάλο ξύλινο σταυρό που άνοιγε τόσο περίεργα τ’ απλωμένα χέρια του εδώ πάνω μες στα έρημα βουνά, ήτανε γραμμένα στη σειρά το ’να κάτ’ απ’ τ’ άλλο με παχιά μαύρη μπογιά, πολλά ονόματα στρατιωτών. Ναι, είχανε πάει όλοι τους από κάποια αεροπορική επιδρομή, είπανε αργά-αργά οι στρατιώτες, που δεν κουνιόντουσαν από τη θέση τους πάνω στον τάφο. Τους βρήκε ακριβώς εδώ. Γι’ αυτό κάνανε ακριβώς εδώ τον τάφο. Όλα ήτανε πατριωτάκια τους, νέα παιδιά.

»Ο ένας στρατιώτης έπαιζε αργά-αργά μες στα δάχτυλά του ένα κομπολόι. Κατέβαζε δυο-δυο τις χάντρες του και το κοιτούσε χωρίς να σηκώνει τα μάτια. Οι δυο άλλοι καπνίζανε και με κοιτούσαν κ’ οι δυο μες στο πρόσωπο. Είχαν μια τέτοια παραδοχή τα βλέμματά τους! Με κοιτούσαν ακόμη κι όταν καβάλησα κι όταν φώναξα πάλι πως: Μπρος! πάμε παιδιά».

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ γήρανση του οργανισμού
Επόμενο άρθροΜήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου