Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Οι Αυλές και το Μαρακανά στα Χορτάτα

Οι Αυλές και το Μαρακανά στα Χορτάτα

1
old-ball

old-ball

του Έκτορα Χόρτη

Το γήπεδο, ως τη δεκαετία του ’70 βρισκόταν στις «Αυλές», λίγο έξω από το χωριό. Ήταν ένα μεγάλο και μακρύ χωράφι που στη μια πλευρά του στένευε, γεμάτο πέτρες και αγκάθια. Για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους, ήταν συνδυασμός του 5 επί 5, 8 επί 8 και 11 επί 11, αφού ήταν 11 επί 8 ή 11 επί 5 ή 8 επί 5(ανάλογα με τον αριθμό των ποδοσφαιριστών ρυθμιζόταν και τα «τέρματα»). Εναλλακτικά, κατά καιρούς, χρησιμοποιούσαμε το «Μαρακανά», στην περιοχή «Φραμένου», και το «γήπεδο» στη Φτελιά, 1000 σχεδόν μέτρα υψόμετρο (το τελευταίο αν υπήρχε κατάλληλο όχημα για τη μεταφορά των ποδοσφαιριστών). Τα ποδοσφαιρικά «σωματεία» που φιλοξενούσαν οι «Αυλές» ήταν δύο, ο «Κεραυνός» και η «Θύελλα». Ήταν σωματεία αναγνωρισμένα από τη λαϊκή βάση, δηλαδή από όλους του ποδοσφαιριστές του χωριού και τους φίλους τους. Δεν ξέρω πόσα κοινά στοιχεία είχαν τα ως άνω σωματεία, ξέρω όμως ότι είχαν το βασικότερο, τη μία και μοναδική και, εν πολλοίς, προβληματική μπάλα με την οποία διεξάγονταν οι αγώνες. Οι ενδεκάδες αποτελούνταν συνήθως από 14 πάνω κάτω ποδοσφαιριστές, 7+7. Αν δεν συμπληρωνόταν ο αριθμός, τότε έπαιζε με χίλια δυο παρακάλια (συνήθως τερματοφύλακας) κάποιος άσχετος ή κάποιος που (άκουσον, άκουσον!) βαριόταν … τη μπάλα!!! Μόνο όταν, καμιά φορά, έπαιζαν «παλαίμαχοι- νέοι» περίσσευαν ποδοσφαιριστές. Στην περίπτωση αυτή ζήτημα επιλογής δεν υπήρχε, γιατί η σύνθεση των ομάδων γινόταν με ηλικιακά κριτήρια (ξεκινούσε από το Χρήστο – μετεγγραφή εκ Κύπρου- και το Λάκη και, σε φθίνουσα κλίμακα, έφτανε συνήθως ως τον Πλαστήρα). Υπήρξε μάλιστα περίπτωση που ο μικρότερος ποδοσφαιριστής ήταν ηλικίας 46 (ναι, σαράντα έξι!) χρονών.

Αλλά ας επανέλθουμε στα σωματεία. Οι θέσεις ήταν: μπακότερμα (η θέση του τερματοφύλακα θεωρούνταν ξεφτίλα, τουλάχιστον μέχρις ότου αναλάβει ο Σπύρος Β., που άφησε εποχή ως τερματοφύλακας του Κεραυνού), 2-3 άμυνα και 3-4 επίθεση. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα γίνονταν διαβουλεύσεις για το ποιος θα κάτσει τέρμα – μπακότερμα, που συνήθως κατέληγαν σε συμβιβασμό, να παίζουν εκ περιτροπής όλοι τερματοφύλακες, γιατί αλλιώς αγώνας γιοκ. Τη λήξη του αγώνα σφύριζε ο διαιτητής ήλιος, όταν πια δε βλέπαμε τη μύτη μας. Όσο για το «μπάτζετ», υπήρχαν και τρεις μεγάλοι χορηγοί, οι αμ’δαλιές (κατά προτίμηση η αμ’δαλιά του μακαρίτη του μπάρμπα Αντρέα του Χόρτη, στον οποίο ανήκαν και οι «Αυλές»), οι απιδιές και τα Πατρινά (σταφύλια). Οι ομάδες διακρίνονταν μεταξύ τους με έναν πολύ απλό τρόπο: Οι ποδοσφαιριστές της μιας έπαιζαν γυμνοί από τη μέση κι επάνω, ενώ της άλλης φορούσαν ό,τι είχε ο καθένας. Επιπλέον, ο κάθε ποδοσφαιριστής αποκαλούνταν με ένα προσωνύμιο «φιρμάτων» ανά το πανελλήνιο ποδοσφαιριστών ή και με το όνομα ηρώων από περιοδικά τύπου Γκαούρ – Ταρζάν, ανάλογα με το στυλ του. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά τέτοια προσωνύμια: Στάνλεϋ Μάθιους, Μαστρακούλιας, Μάικ Γαλάκος, Νταν Γεωργιάδης, Νταμπούχ, Παυλίδης κ.λπ. Κι αν κάποιος είχε την ατυχία να μην έχει τέτοιο προσωνύμιο τον φωνάζαμε με το συνηθισμένο παρατσούκλι του (όλοι είχαμε) και έτσι λύναμε και το μείζον πρόβλημα των συνωνυμιών.

Σημειωτέον ότι οι επικές συγκρούσεις Κεραυνού – Θύελλας συμπαρέσυραν άμεσα ή έμμεσα και όλο το χωριό, προκαλώντας αξιοσημείωτα κοινωνικά φαινόμενα, όπως συμβαίνει και σήμερα με τη στρογγυλή θεά, τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών. Μη νομίζεις, αγαπητέ αναγνώστα, ότι το ποδόσφαιρο παλαιότερα (1990 ante) ήταν ένα αθώο άθλημα. Ανέβαζε τις ποσότητες αδρεναλίνης και τη συγκίνηση όχι μόνο στους άμεσα εμπλεκόμενους ποδοσφαιριστές αλλά και σε όλο το χωριό και, γενικά, προκαλούσε σεισμικές αντιδράσεις σε όλα τα πεδία. Καταρχάς, επειδή στη διάρκεια του παιχνιδιού πρωταγωνιστούσε το ποδάρι και ως εκ τούτου θριάμβευε και η «κλωτσά», αλλά και επειδή ο καθένας ήθελε να κάνει και τις «χορογραφίες» του σαν άλλος Νουρέγιεφ σε ένα απρόβλεπτο τεραίν, στις «Αυλές» μπορούσε κανείς να διατρέξει μεγάλους κινδύνους για τη σωματική του ακεραιότητα. Μπορούσε π.χ., αν δεν ήταν προσεκτικός, να σκοντάψει απάνου στην αρτσίκλα του αντιπάλου ή και σε κανένα μόχαλο και να βρεθεί εν ριπή οφθαλμού σε καμιά βατσ(ι)νιά ή καμιά μάζα (ήγουν περνάρι). Οι τιμές της αδρεναλίνης ανέβαιναν σε δυσθεώρητα ύψη. Η πορεία της μπάλας, η εξέλιξη του παιχνιδιού, οι καυγάδες για το φάουλ ή το μπέναλτυ, η ελαστικότητα στους κανόνες [τρία κόρνερ ένα (μ)πέναλτυ ή πέντε κόρνερ ένα (μ)πέναλτυ;, ήταν (μ)πέναλτυ;, κ.λπ.], το χτύπημα της μπάλας και οι χτύποι της καρδιάς για το γκολ, η έκσταση όταν το πετυχαίναμε, η απόγνωση και ο θυμός όταν το «τρώγαμε», η χαρά της νίκης και η λύπη της ήττας και της συνακόλουθης καζούρας, όλα αυτά ανέβαζαν τους σφυγμούς, που έτειναν προς το άπειρο. Γενικά όμως το ταπεινό «τόπι» μάς πήγαινε μακριά. Στις «Αυλές» αναπνέαμε έναν αέρα ελευθερίας, νικούσαμε πιεστικές καταστάσεις, όπως το να πάμε να βοσκήσουμε τα ζωντανά κ.λπ., και σφυρηλατούσαμε ακατάλυτους δεσμούς φιλίας.

Ως προς τη βία, υπήρχε και τότε το θέμα της εκτός αγωνιστικού χώρου βίας, που είχε όμως κάποιες ευδιάκριτες διαφορές ως προς τη μορφή σε σχέση με το σήμερα. Υπήρχε καταρχάς η ψυχολογική βία που συνδέεται με τις θανατηφόρες λοξές ματιές που εισπράτταμε από χωριανούς, γιατί δεν πηγαίναμε «στη στραβομάρα μας» και, κατ’ αυτούς, κατά κάποιο τρόπο … αλητεύαμε. Σ’ αυτό συνεπικουρούνταν και από πολλές μανάδες που έβαζαν φυτιλιές στους πατεράδες δια τα «περαιτέρω» (κοινώς, ενίοτε έπεφτε και «ρεπόμπο»). Έτσι διαμορφωνόταν ένα αρνητικό για τη στρογγυλή θεά κλίμα στη χορτιώτικη κοινωνία, που είχε όμως και μια άλλη βάση: Το κάθε παιδί, όπως προαναφέραμε, ήταν παραγωγικός συντελεστής στην οικιακή οικονομία, λειτουργώντας επικουρικά αλλά αποφασιστικά σε όλα τα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας: γεωργία, κτηνοτροφία, οικιακές εργασίες και γενικότερες υπηρεσίες [π.χ. «Χάει, ορέ λεβέντη, ως το Κομπλιό (σσ: 5 χιλιόμετρα πήγαιν’ –έλα, φυσικά ποδαρόδρομο) να πεις του Μπρούσα το και το»]. Από πολιτική άποψη το συγκεκριμένο κλίμα οδηγούσε στη διαμόρφωση του στρατηγικού στόχου του πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου του χωριού: ιερός πόλεμος κατά της μπάλας. Ανοχή υπήρχε μόνο Αύγουστο – Σεπτέμβριο, που πέφτανε οι αγροτικές εργασίες (ως τις 21 Σεπτεμβρίου που άρχιζε το σχολείο).

Όμως αυτό που κάνει τις μεγάλες ομάδες, όπως ο Κεραυνός και η Θύελλα, να είναι πραγματικά σπουδαίες, είναι το να μπορούν να ξεπερνούν όλες τις αντιξοότητες που τους παρουσιάζονται. Εμείς τότε δείξαμε με τον τρόπο μας τι σημαίνει ενεργός ποδοσφαιριστής και ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» που ένας πατέρας δεν μπορεί να υπερβαίνει. Γι’ αυτό μπορέσαμε πάμπολλες φορές να κραυγάσουμε Γκοοοοοοοοολ! και να μεθύσουμε από τέτοιες οριακές στιγμές. Και η ιαχή αυτή, βγαλμένη μέσα από τον πυρήνα της ύπαρξής μας, θα αντηχεί πάντοτε στις «Αυλές» της ψυχής μας και θα μας δίνει την αίσθηση πως ανήκουμε σε μια κοινότητα στην οποία ζήσαμε μια συναισθηματική πραγματικότητα μοναδική, γιατί μοναδικές ήταν και οι συγκεκριμένες εμπειρίες από τις «Αυλές» και το «Μαρακανά», αλλά και γενικότερα οι εμπειρίες από το χορτιώτικο τοπίο, φυσικό κι ανθρώπινο.

Από την εφημερίδα “Τα Χορτάτα

Προηγούμενο άρθροBarouge – Spanish Food
Επόμενο άρθροΜελιτζάνες με γλυκοπατάτες και κυδώνια