Αρχική Lefkada's Secrets Εορταστικό

Εορταστικό

0
tsoliades

tsoliades

Γράφει ο Θανάσης Μελάς.

Με το σημείωμά αυτό θέλω να παρουσιάσω έναν Άντρα ( με κεφαλαίο Α) και μια γυναίκα ( με κεφαλαίο Γ), που στην περίοδο της εθνεγερσίας για την απόκτηση της λευτεριάς της φυλής μας έδειξαν τη μεγαλοσύνη τους:

ΜΕΓΑΛΟΚΑΡΔΟΣ

Κάποτε παρουσιάστηκε στον Κολοκοτρώνη κάποιος που είχε την ανάγκη του. Νόμισε πως δε θα το θυμηθεί ο Στρατηγός, και φορούσε τον ολόχρυσο ντουλαμά του αδερφού του Στρατηγού, που τον είχε σκοτώσει πριν από το Εικοσιένα βαλμένος από τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης γνώρισε αμέσως το φόρεμα, κι αναστέναξε ήσυχα ενώ την ίδια στιγμή έδινε το λόγο του στο φονιά να κάμει το ζήτημά του. Έτυχε όμως ο γέρος νάναι στο τραπέζι, και τον κράτησε να φάνε. Και κάθε φορά που ερχότανε στο σπίτι τον καλοδεχότανε και τονέ δειπνούσε.

Η μάνα όμως του Κολοκοτρώνη δε βαστούσε βλέποντας το φόρεμα του παιδιού της, κι είπε στο Στρατηγό με πόνο βαθύ:
– Παιδί μου, και στο τραπέζι μας θα τονέ βάνεις το φονιά του παιδιού μου;
– – Σώπα, μάνα! Είπε ο Στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο που κάνουμε του σκοτωμένου…

( Κ.Οικονόμου του εξ Οικονόμων. Λόγος Επιτάφιος εις τον Θ.Κολοκοτρώνη, στο Τα κατά την κηδείαν του μακαρίτη Θ.Κολοκοτρώνη, υπ΄π Ν.Παπαδοπούλου,1843) Από το βιβλίο ΑΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ- Βλαχογιάννης τ.1- Ιστορική Ανθολογία σ. 234. (της Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων)

lefkaditisses-nyfes

Η ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ

Στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, χιλιάδες μέναν αδύνατες ψυχές όλα τα χρόνια της Επανάστασης, φευγάτες από τα σπίτια τους για να γλυτώσουν από τους Τούρκους. Εκεί, μαζί με άλλες Σουλιώτισσες ζούσε {…} ποια; Η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαμαστή από τους πολέμους του Σουλιού με τον Αλήπασα πριν από το 1821.

Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός, μα πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Εφτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέρφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γυιοί, ο Κίτσος κι ο Ζυγούρης και τόσοι … άλλοι.

Μια μέρα ξαφνικά έφτασε στον Κάλαμο ένα κακό χαμπέρι, πως σε κάποια μάχη ο Κίτσος κι ο Ζυγούρης σκοτώθηκαν.

Αμέσως οι Σουλιώτισσες κι η Δέσπω συντροφιά τους, αρχίσανε το κλάμα, το ξεφωνητό και το μαλλιοτράβηγμα. Η σουλιώτικη καρδιά η γυναίκεια ήτανε πιο τρυφερή στον πόνο, ένοιωθε βαθύτερα τη συφορά, γιατί ο θάνατος ακονίζει, δε στομώνει όσο χτυπάει – χτυπιά απάνω στην χτυπιά- την καρδιά τη βασανισμένη.

katathesi-stefanou

Άξαφνα η Δέσπω ορθή τινάχτηκε, έριξε πίσω τα μαλλιά και σφούγγισε τα δάκρυα.
– Παύτε, ωρέ τα κλάματα! είπε προσταχτικά. Εκείνοι πάνε στου Χριστού το δρόμο. Όμως Πάσκα έρχεται. Σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία, κι ο Θεός μπορεί να μας οργιστεί.
Από σεβασμό σηκωθήκανε μια- μια κι αρχίσανε να κοιτάνε τη δουλειά τους, μα χωρίς καρδιά. Με το στανιό κρατάνε τα δάκρυα και κρυφαναστενάζουνε πικρά.

Μα ξαφνικά, κι εκεί που καταγίνονται στων αυγών το βάψιμο, φτάνει άλλο πρόσχαρο χαμπέρι, πως, όχι, ήτανε ψέμα, δε σκοτώθηκε κανείς και ζούνε της Δέσπως τα λιονταρόπουλα, κάποιος πληγώθηκε αλαφρά μονάχα.

Και φαντάζεται κανείς τη χαρά, ύστερα από τη λύπη…
Κι Τζαβέλαινα γονατιστή:
– Δοξασμένη η χάρη σου, Χριστέ, που μου τους φύλαξες.. μα εγώ τους έχω πάντα ξεγραμμένους…

(αντιγραφή από το περιοδικό «Εστία» 1888, σ. 630

Προηγούμενο άρθροΉρθε η ώρα να τους ανατρέψουμε!
Επόμενο άρθροΤο πρώτο drumline της Φιλαρμονικής Εταιρίας Λευκάδας