Αρχική Lefkada's Secrets Αφιέρωμα στον Νίκο Βρυώνη

Αφιέρωμα στον Νίκο Βρυώνη

3
nikos-vrionis1

nikos-vrionis1

Ο γερόλυκος της παραδοσιακής μας μουσικής.

ΝΙΚΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ: «Εγώ, μαθαίνω ακόμα!»

Το 1923 (ένα χρόνο μετά την μικρασιατική καταστροφή), σ’ ένα χωριό της Λευκάδας, στον Άγιο Πέτρο, ο Λεωνίδας Βρυώνης και η γυναίκα του, Αναστασία, δεν γνώριζαν πως το μωράκι που γεννήθηκε κλαίγοντας σπαραχτικά, μια μέρα θα σκορπούσε το κέφι και την χαρά σε χιλιάδες κόσμο. Δεν γνώριζαν πως σε ηλικία δεκατριών μόνον χρονών θα έπιανε στα χέρια του το πρώτο του κλαρίνο κι από τότε δεν θα το ξανάφηνε ποτέ. Δεν φαντάζονταν πως θα πήγαινε στην Πρέβεζα να συναντήσει τον Τζάρα και πως για δύο ολόκληρα χρόνια θα μαθήτευε κοντά στον μεγάλο δάσκαλο. Ούτε πίστευαν στα μάτια τους, όταν τον είδαν στην Εύγηρο, στο πανηγύρι της Παναγίας, δεκαοχτώ χρονών παλληκαράκι, να παίζει κλαρίνο στο πατάρι, για πρώτη του φορά, κι από κάτω ο κόσμος να μουρμουρίζει ξαφνιασμένος: «Μωρέ, ποιος είναι τούτος ο λεβέντης;». «Είναι το παιδί μου!», απάντησε ο Λεωνίδας και φούσκωσε από περηφάνια. «Το παιδί μας!», συμπλήρωσε κι η Αναστασία δακρυσμένη…

vrionis-2

«ΠΑΜΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΒΡΥΩΝΗ!»

Τα χρόνια κύλησαν γοργά… και τ’ όνομα του Βρυώνη διαδόθηκε παντού!
Καβάλα στα γαϊδουράκια τους, οι χωριάτες ξεκίναγαν για τα πανηγύρια. Κι όταν στον δρόμο τούς ρωτούσαν πού πηγαίνουν, δεν έλεγαν στα κλαρίνα, μα μισόκλειναν τα μάτια ηδονικά και χαμογελώντας με νόημα, απάνταγαν: «Πάμε ν’ ακούσουμε το Βρυώνη!».
Ίσως να μην υπάρχει χωριό στην Λευκάδα που να μην κελάηδησε το κλαρίνο του. Μα, κι ακόμα πιο πέρα: Στο Αγρίνιο, στην Βόνιτσα, στο Μοναστηράκι, στην Ζαβέρδα, στο Καλαμάκι της Ηπείρου και στην μεγάλη ζωοπανήγυρη της Αμφιλοχίας (εκεί που πήγαινε κάποτε κι ο πατέρας μου, για ν’ αγοράσει μοσχάρια, φέρνοντας πίσω μια φορά, όπως μου είπαν, έναν κατάμαυρο ταύρο που τον έλεγε «Μαλέλο». Άγριο ζώο κι επικίνδυνο, μα τον πατέρα μου τον αγαπούσε κι έπαιζε μαζί του σαν γατάκι.).

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΝΑΒΑ

Μια φορά, στην Ακαρνανία, του είπαν για ένα 13χρονο παιδί που με το τραγούδι του «ανασταίνει και πεθαμένους!». Όταν έφεραν μπροστά του τον νεαρό και του τραγούδησε, ο Βρυώνης σούφρωσε τα φρύδια και τον ρώτησε: «Και πώς σε λένε εσένανε μωρέ;» Ο νεαρός ανασήκωσε πεισματάρικα το πηγούνι και απάντησε, λες και ήταν ήδη διάσημος: «Τάκη Καρναβά!». Αυτό ήταν! Από τότε γίναν αχώριστοι. Οχτώ χρόνια «αλωνίζανε» μαζί τα πανηγύρια. Μετά, ο Καρναβάς έγινε «τ’ αηδόνι της Στερεάς». Έγραψε το «Παρήγγειλα να φέρουνε στον γάμο σου λουλούδια» κι έγινε χαμός! Ασχολήθηκε με το τραγούδι επαγγελματικά, ηχογράφησε δίσκους, δούλεψε σε κέντρα…
Ο Βρυώνης δεν τον ακολούθησε στον δρόμο που πήρε. Και πώς να τον ακολουθήσει άλλωστε; Αυτός δεν δήλωνε καν ότι παίζει κλαρίνο, μα έλεγε απλά πως φυσάει το καλάμι!…

vrionis-klarino

*Το πρώτο κλαρίνο του Νίκου Βρυώνη.

ΑΓΑΠΗΤΟΣ…

Ο κόσμος τον αγάπησε παντού, όπου κι αν πήγε. Όχι μόνο για την δεξιοτεχνία του στο όργανο, μα και για τον ευθύ του χαρακτήρα, για τα καλαμπούρια που έλεγε, για την καλή του την καρδιά.
Οι κοπέλες μαγεύονταν όταν τον άκουγαν κι έπλαθαν όνειρα, για παντρειές. Οι παντρεμένες έκαναν φαντασιώσεις, για μια νύχτα. Κι οι τραγουδίστριες, όχι λίγες φορές, δεν κουνιόνταν μπροστά του μόνο στο πατάρι… Ο Βρυώνης όμως, είχε διαλέξει την γυναίκα του απ’ τα 17.
Η κυρά-Σουλτάνα και τα τέσσερα παιδιά τους (η Κατερίνα, ο Χρήστος, η Ευαγγελία και ο Γεράσιμος), ήταν ένα πάθος όμοιο με το κλαρίνο.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΗΣ

Στα 28 του, κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό. (Άργησε κάπως, μιας κι η Ελλάδα νωρίτερα ήταν σκλάβα των κατακτητών.) Καλαμάτα, Αθήνα, Γιάννενα, οι σταθμοί της στρατιωτικής του θητείας. Όταν απολύθηκε, εξάσκησε το επάγγελμα του αυτοκινητιστή, όπως και πριν. Το κλαρίνο (αυτό παραλείψαμε να το πούμε), δεν αποτελούσε την κύρια ασχολία του.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Ο Βρυώνης δούλεψε κυρίως στα πανηγύρια, που τότε αρχίναγαν γύρω στις 6 το απόγευμα και τέλειωναν το πολύ στις 12 το βράδυ. Τα γλέντια αυτά, κυρίως στην μνήμη των Αγίων, ήταν το πανηγυρικό κλείσιμο μιας θρησκευτικής εορτής. Περίμενε ο καθένας την σειρά του για να χορέψει, έδινε την παραγγελιά του, έπινε το κρασάκι του, έτρωγε το ψητό στην λαδόκολλα και ήσυχα-ήσυχα πήγαινε μετά στο σπιτάκι του. Σπανιότατα παρουσιάζονταν τα μετέπειτα φαινόμενα των αλληλομαχαιρωμάτων για ένα τραγούδι ή γιατί κάποιος πείραξε μια κοπέλα πάνω στο μεθύσι του.

Υπήρχε ένας κάποιος σεβασμός τότε. Ναι μεν, μπορεί να θαύμαζες κάποιον ή κάποια που χόρευε όμορφα, μα έκτροπα δεν επιτρέπονταν και συνήθως δεν γίνονταν.

Όπως σε όλες τις εποχές, οι άρχοντες κι οι πιο κονομημένοι ξόδευαν κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους στην «παραγγελιά», ίσως και για επίδειξη της ισχύος τους, κι η λεγόμενη «χαρτούρα» δεν άφηνε παραπονούμενα «τα όργανα». Ο Βρυώνης όμως, είχε την δουλειά του: Το φορτηγάκι του και τα ταξίδια του ανά την Ελλάδα. Μετέφερε μπαμπάκι, στάρι, λάδια κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, και το ψωμί δεν έλειψε ποτέ απ’ την οικογένειά του. Εξάλλου, είχε να φροντίσει τις ελιές του, τ’ αμπέλια του – την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του.

vrionis-3

«ΤΙ Μ’ ΤΣΑΜΠ’ΝΑΤΕ, ΡΕ!…»

Δεν σηκώθηκαν τα μυαλά του απ’ το όργανο, αν και δεν έλειψαν οι ευκαιρίες.
Όταν του είπαν πως για να ηχογραφήσει έναν δίσκο μπορεί να χρειάζονταν και μήνες, απάντησε: «Τι μ’ τσαμπνάτε ρε! Σιγά να μην αφήκω τα χωράφια μ’ να ρ’μάξ’νε, για να τρέχω στ’ς Αθήνες!».

Αυτός ήταν ο Βρυώνης! Ένας ρομαντικός εραστής της τέχνης (εξού και το «ερασιτέχνης»), που δεν καταδέχτηκε ποτέ να την… παντρευτεί, για να μην σβήσει ο έρωτας!

ΜΕ ΤΟΝ «ΟΡΦΕΑ»

Την τελευταία εικοσαετία, πάντως, «έριξε λίγο νερό στο κρασί του», και με τον μουσικοφιλολογικό σύλλογο «Ορφέας», κυρίως, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πρεσβεύοντας επάξια την δημοτική μουσική μας παράδοση. Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, ήταν κάποια απ’ τα πολλά μέρη που πήγε. Κι οι άνθρωποι εκεί τον χειροκρότησαν, τον ηχογράφησαν και τράβηξαν φωτογραφίες και βίντεο με τον κυρ-Νίκο.
Κρίμα, που μόνο κάποιες φωτογραφίες διασώθηκαν, ενώ καμία αξιόλογη ηχογράφηση δεν έφτασε στα χέρια μου.

ΜΙΑ ΠΛΑΚΕΤΑ…

Πρόσφατα, ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Πέτρου» τού απένειμε τιμητική πλακέτα σε κάποια εκδήλωση που του αφιέρωσε. Πέραν τούτου όμως, τίποτ’ άλλο!
Θα ‘ταν ευχής έργο, νομίζω, η σοβαρή δημιουργία τμήματος εκμάθησης παραδοσιακών μουσικών oργάνων, υπό την εποπτεία και την διδαχή του Νίκου Βρυώνη. Θα ήταν ένα είδος δικαίωσης, για την προσφορά του στον πολιτισμό, καθώς και η χορήγηση ενός συμβολικού χρηματικού ποσού, για την ανεκτίμητη εργασία που θα επιτελούσε, αν γινόταν αυτό το τμήμα.

Θα ήταν μια δημιουργική απασχόληση για τον κυρ-Νίκο, τώρα που η μοίρα τού στέρησε την γυναίκα του και, σαν να μην έφτανε αυτό, αφαίρεσε απότομα και τραγικά την ζωή του παιδιού του.

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ

Μόνο του καμάρι, είναι οι μαθητές του. Αυτοί που, από παιδάκια αμούστακα, έτρεξαν κοντά του για να μάθουν την τέχνη. Οι περισσότεροι τα παράτησαν γρήγορα, άλλοι πιο μετά. Λίγοι συνεχίζουν ακόμα. «Ή το ‘χεις μέσα σου το όργανο ή δεν το ‘χεις!», λέει χαρακτηριστικά ο Βρυώνης. Και στην ερώτηση πόσα χρόνια εξάσκησης χρειάζεται κάποιος για να παίξει σωστά κλαρίνο, η απάντηση είναι καταπέλτης: «Εγώ μαθαίνω ακόμα!».

Ένας απ’ αυτούς τους λίγους που συνέχισαν είναι κι ο Νιόνιος ο Κοπανέλος. (όπως είναι γνωστός). «Αυτός δουλεύει πολύ κι έχει μέλλον μπροστά του», αποφάνθηκε ο δάσκαλος.

Το παράπονό του είναι ένας άλλος μαθητής του, ο Σπύρος ο Αργυρός. « Μεγάλο ταλέντο, τα ‘παιρνε αμέσως!», είπε ο κυρ-Νίκος, «μα μπήκε στην αστυνομία και τα φόρτωσε στον κόκορα».

vrionis-spiti

ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ

Όταν τον επισκέφτηκα, στο φτωχό του σπιτάκι, είδα τους σοβάδες γκρεμισμένους απ’ το σεισμό.
Παντού υπήρχε η εγκατάλειψη. Η έλλειψη των γυναικείων χεριών. (Τι να προφτάσει κι η αδερφή του, που έχει και το δικό της σπίτι από πάνω;) Μαζί με την φτώχεια, όμως, είδα και την περηφά- νια! Δεν καταδέχτηκε να μου παραπονεθεί. Δεν κατηγόρησε κανέναν. Φούμερνε μόνο το τσιγαράκι του, ρούφαγε τον καφέ του, και με το καλαμπούρι στο στόμα μιλούσε για τα παλιά. Ύστερα, πήρε το κλαρίνο κι έπαιξε, ξεκούρδιστο όπως ήταν, λίγες νότες…

Εκεί, στην αυλή, κάτω απ’ την ροδιά, ενώ η νύχτα έπεφτε σιγά-σιγά, άκουσα το φύσημα της ανάσας του στο καλάμι, και ρυθμό τού κρατούσε το χτυποκάρδι μου. Τον σκέφτηκα δεκαοχτώ χρονών, στο πανηγύρι της Παναγίας, στην Εύγηρο, τότε που «φύσηξε» για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο… Μου φάνηκε πως είδα τις κοπέλες με τα παλικάρια να χορεύουν, κι ήμουν, λέει, κι εγώ εκεί! Κι είπα συνεπαρμένος στο διπλανό μου: «Μωρέ, ποιος είναι ετούτος ο λεβέντης;» Κι εκείνος μ’ απάντησε: «Είναι το παιδί μου!», φουσκώνοντας από περηφάνια. «Το παιδί μας!», συμπλήρωσε και μια γυναίκα δακρυσμένη…
«Eίναι ο Νίκος ο Βρυώνης, ο γιος του Λεωνίδα και της Αναστασίας!», ψιθύρισα κι εγώ, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή, σταμάτησε η μουσική κι ο Βρυώνης βρυχήθηκε πως το κλαρίνο ήταν ξερό, και πήγε να το βρέξει….

nikos-vrionis

Έτσι τον γνώρισα, στα 80 του χρόνια, αυτόν τον γερόλυκο της παραδοσιακής δημοτικής μουσικής μας, που αν η ζωή του γίνονταν τραγούδι, δεν θα μπορούσε να ήταν τίποτ’ άλλο, από ένα περήφανο τσάμικο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
(Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 3, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2003)


Ακολουθεί βίντεο ντοκουμέντο με τον Βρυώνη (αρχείο του Ζώη Κατηφόρη “Μπατζανάκια”) από πανηγύρι στον Άγιο Πέτρο το 1986:

ΝΙΚΟΣ  ΒΡΥΩΝΗΣ: «Εγώ, μαθαίνω ακόμα!»

Το 1923 (ένα χρόνο μετά την μικρασιατική καταστροφή), σ’ ένα χωριό της Λευκάδας, στον Άγιο

Πέτρο, ο Λεωνίδας Βρυώνης και η γυναίκα του, Αναστασία, δεν γνώριζαν πως το μωράκι που

γεννήθηκε κλαίγοντας σπαραχτικά, μια μέρα θα σκορπούσε το κέφι και την χαρά σε χιλιάδες κόσμο. Δεν γνώριζαν πως σε ηλικία δεκατριών μόνον χρονών θα έπιανε στα χέρια του το πρώτο του κλαρίνο κι από τότε δεν θα το ξανάφηνε ποτέ. Δεν φαντάζονταν πως θα πήγαινε στην Πρέβεζα να συναντήσει τον Τζάρα και πως για δύο ολόκληρα χρόνια θα μαθήτευε κοντά στον

μεγάλο δάσκαλο. Ούτε πίστευαν στα μάτια τους, όταν τον είδαν στην Εύγηρο, στο πανηγύρι της Παναγίας, δεκαοχτώ χρονών παλληκαράκι, να παίζει κλαρίνο στο πατάρι, για πρώτη του φορά, κι από κάτω ο κόσμος να μουρμουρίζει ξαφνιασμένος: «Μωρέ, ποιος είναι τούτος ο λεβέντης;».

«Είναι το παιδί μου!», απάντησε ο Λεωνίδας και φούσκωσε από περηφάνια. «Το παιδί μας!», συμπλήρωσε κι η Αναστασία δακρυσμένη…

 «ΠΑΜΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΒΡΥΩΝΗ!»

Τα χρόνια κύλησαν γοργά… και τ’ όνομα του Βρυώνη διαδόθηκε παντού! Καβάλα στα γαϊδουράκια τους, οι χωριάτες ξεκίναγαν για τα πανηγύρια. Κι όταν στον δρόμο     τούς ρωτούσαν πού πηγαίνουν, δεν έλεγαν στα κλαρίνα, μα μισόκλειναν τα μάτια ηδονικά και χαμογελώντας με νόημα, απάνταγαν: «Πάμε ν’ ακούσουμε το Βρυώνη!».

Ίσως να μην υπάρχει χωριό στην Λευκάδα που να μην κελάηδησε το κλαρίνο του. Μα, κι ακόμα πιο πέρα: Στο Αγρίνιο, στην Βόνιτσα, στο Μοναστηράκι, στην Ζαβέρδα, στο Καλαμάκι της Ηπείρου και στην μεγάλη ζωοπανήγυρη της Αμφιλοχίας (εκεί που πήγαινε κάποτε κι ο πατέρας μου, για ν’ αγοράσει μοσχάρια, φέρνοντας πίσω μια φορά, όπως μου είπαν, έναν κατάμαυρο ταύρο που τον έλεγε «Μαλέλο». Άγριο ζώο κι επικίνδυνο, μα τον πατέρα μου τον αγαπούσε κι έπαιζε μαζί του σαν γατάκι.).

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΝΑΒΑ

Μια φορά, στην Ακαρνανία, του είπαν για ένα 13χρονο παιδί που με το τραγούδι του «ανασταίνει και πεθαμένους!». Όταν έφεραν μπροστά του τον νεαρό και του τραγούδησε, ο Βρυώνης σούφρωσε τα φρύδια και τον ρώτησε: «Και πώς σε λένε εσένανε μωρέ;» Ο νεαρός ανασήκωσε πεισματάρικα το πηγούνι και απάντησε, λες και ήταν ήδη διάσημος: «Τάκη Καρναβά!». Αυτό ήταν! Από τότε γίναν αχώριστοι. Οχτώ χρόνια «αλωνίζανε» μαζί τα πανηγύρια. Μετά, ο Καρναβάς έγινε «τ’ αηδόνι της Στερεάς». Έγραψε το «Παρήγγειλα να φέρουνε στον γάμο σου λουλούδια» κι έγινε χαμός! Ασχολήθηκε με το τραγούδι επαγγελματικά, ηχογράφησε δίσκους, δούλεψε σε κέντρα… Κι αργότερα, το πάθος του για τις γυναίκες και το πιοτό τον κατάστρεψε…

Ο Βρυώνης δεν τον ακολούθησε στον δρόμο που πήρε. Και πώς να τον ακολουθήσει άλλωστε; Αυτός δεν δήλωνε καν ότι παίζει κλαρίνο, μα έλεγε απλά πως φυσάει το καλάμι!…

ΑΓΑΠΗΤΟΣ…

Ο κόσμος τον αγάπησε παντού, όπου κι αν πήγε. Όχι μόνο για την δεξιοτεχνία του στο όργανο, μα και για τον ευθύ του χαρακτήρα, για τα καλαμπούρια που έλεγε, για την καλή του την καρδιά.

Οι κοπέλες μαγεύονταν όταν τον άκουγαν κι έπλαθαν όνειρα, για παντρειές. Οι παντρεμένες έκαναν φαντασιώσεις, για μια νύχτα. Κι οι τραγουδίστριες, όχι λίγες φορές, δεν κουνιόνταν  μπροστά του μόνο στο πατάρι… Ο Βρυώνης όμως, είχε διαλέξει την γυναίκα του απ’ τα 17.

Η κυρά-Σουλτάνα και τα τέσσερα παιδιά τους (η Κατερίνα, ο Χρήστος, η Ευαγγελία και ο Γεράσιμος), ήταν ένα πάθος όμοιο με το κλαρίνο.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΗΣ

Στα 28 του, κατατάχτηκε  στον ελληνικό στρατό. (Άργησε κάπως, μιας κι η Ελλάδα νωρίτερα ήταν σκλάβα των κατακτητών.) Καλαμάτα, Αθήνα, Γιάννενα, οι σταθμοί της στρατιωτικής του θητείας. Όταν  απολύθηκε, εξάσκησε το επάγγελμα του αυτοκινητιστή, όπως και πριν. Το κλαρίνο (αυτό παραλείψαμε να το πούμε), δεν αποτελούσε την κύρια ασχολία του.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Ο Βρυώνης δούλεψε κυρίως στα πανηγύρια, που τότε αρχίναγαν γύρω στις 6 το απόγευμα και τέλειωναν το πολύ στις 12 το βράδυ. Τα γλέντια αυτά, κυρίως στην μνήμη των Αγίων, ήταν το πανηγυρικό κλείσιμο μιας θρησκευτικής εορτής. Περίμενε ο καθένας την σειρά του για να χορέψει, έδινε την παραγγελιά του, έπινε το κρασάκι του, έτρωγε το ψητό στην λαδόκολλα και ήσυχα-ήσυχα πήγαινε μετά στο σπιτάκι του. Σπανιότατα παρουσιάζονταν τα μετέπειτα φαινόμενα των αλληλομαχαιρωμάτων για ένα τραγούδι ή γιατί κάποιος πείραξε μια κοπέλα πάνω στο μεθύσι του. Υπήρχε ένας κάποιος σεβασμός τότε. Ναι μεν, μπορεί να θαύμαζες κάποιον ή κάποια που χόρευε όμορφα, μα έκτροπα δεν επιτρέπονταν και συνήθως δεν γίνονταν.

Όπως σε όλες τις εποχές, οι άρχοντες κι οι πιο κονομημένοι ξόδευαν κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους στην «παραγγελιά», ίσως και για επίδειξη της ισχύος τους, κι η λεγόμενη «χαρτούρα» δεν άφηνε παραπονούμενα «τα όργανα». Ο Βρυώνης όμως, είχε την δουλειά του: Το φορτηγάκι του και τα ταξίδια του ανά την Ελλάδα. Μετέφερε μπαμπάκι, στάρι, λάδια κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, και το ψωμί δεν έλειψε ποτέ απ’ την οικογένειά του. Εξάλλου, είχε να φροντίσει τις ελιές του, τ’ αμπέλια του – την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του.

«ΤΙ Μ’ ΤΣΑΜΠ’ΝΑΤΕ, ΡΕ!…»

Δεν σηκώθηκαν τα μυαλά του απ’ το όργανο, αν και δεν έλειψαν οι ευκαιρίες. Όταν του είπαν πως για  να ηχογραφήσει έναν δίσκο μπορεί να χρειάζονταν και μήνες, απάντησε: «Τι μ’ τσαμπνάτε ρε! Σιγά να μην αφήκω τα χωράφια μ’ να ρ’μάξ’νε, για να τρέχω στ’ς Αθήνες!».

Αυτός ήταν ο Βρυώνης! Ένας ρομαντικός εραστής της τέχνης (εξού και το «ερασιτέχνης»), που δεν καταδέχτηκε ποτέ να την… παντρευτεί, για να μην σβήσει ο έρωτας!

ΜΕ ΤΟΝ «ΟΡΦΕΑ»

Την τελευταία εικοσαετία, πάντως, «έριξε λίγο νερό στο κρασί του», και με τον μουσικοφιλολογικό σύλλογο «Ορφέας», κυρίως, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πρεσβεύοντας επάξια την δημοτική μουσική μας  παράδοση. Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, ήταν κάποια απ’ τα πολλά μέρη που πήγε. Κι οι άνθρωποι εκεί τον χειροκρότησαν, τον ηχογράφησαν και τράβηξαν φωτογραφίες και βίντεο με τον κυρ-Νίκο. Κρίμα, που μόνο κάποιες φωτογραφίες διασώθηκαν, ενώ καμία αξιόλογη ηχογράφηση δεν έφτασε στα χέρια μου.

ΜΙΑ ΠΛΑΚΕΤΑ…

Πρόσφατα, ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Πέτρου» τού απένειμε τιμητική πλακέτα σε κάποια εκδήλωση που του αφιέρωσε. Πέραν τούτου όμως, τίποτ’ άλλο!

Θα ’ταν ευχής έργο, νομίζω, η σοβαρή δημιουργία τμήματος εκμάθησης παραδοσιακών μουσικών

oργάνων, υπό την εποπτεία και την διδαχή του Νίκου Βρυώνη. Θα ήταν ένα είδος δικαίωσης, για την προσφορά του στον πολιτισμό, καθώς και η χορήγηση ενός συμβολικού χρηματικού ποσού, για την ανεκτίμητη εργασία που θα επιτελούσε, αν γινόταν αυτό το τμήμα.

Θα ήταν μια δημιουργική απασχόληση για τον κυρ-Νίκο, τώρα που η μοίρα τού στέρησε την γυναίκα του και, σαν να μην έφτανε αυτό, αφαίρεσε απότομα και τραγικά την ζωή του παιδιού του.

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ

Μόνο του καμάρι, είναι οι μαθητές του. Αυτοί που, από παιδάκια αμούστακα, έτρεξαν κοντά του για να μάθουν την τέχνη. Οι περισσότεροι τα παράτησαν γρήγορα, άλλοι πιο μετά. Λίγοι συνεχίζουν ακόμα. «Ή το ’χεις μέσα σου το όργανο ή δεν το ’χεις!», λέει χαρακτηριστικά ο Βρυώνης. Και στην ερώτηση πόσα χρόνια εξάσκησης χρειάζεται κάποιος για να παίξει σωστά κλαρίνο, η απάντηση είναι καταπέλτης: «Εγώ μαθαίνω ακόμα!».

Ένας απ’ αυτούς τους λίγους που συνέχισαν είναι κι ο Νιόνιος ο Κοπανέλος. (όπως είναι γνωστός). «Αυτός δουλεύει πολύ κι έχει μέλλον μπροστά του», αποφάνθηκε ο δάσκαλος.

Το παράπονό του είναι ένας άλλος μαθητής του, ο Σπύρος ο Αργυρός. « Μεγάλο ταλέντο, τα ’παιρνε αμέσως!», είπε ο κυρ-Νίκος, «μα μπήκε στην αστυνομία και τα φόρτωσε στον κόκορα».

ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ

Όταν τον επισκέφτηκα, στο  φτωχό του σπιτάκι, είδα τους σοβάδες γκρεμισμένους απ’ το σεισμό.

Παντού υπήρχε η εγκατάλειψη. Η έλλειψη των γυναικείων χεριών. (Τι να προφτάσει κι η αδερφή του, που έχει και το δικό της σπίτι από πάνω;) Μαζί με την φτώχεια, όμως, είδα και την περηφά- νια! Δεν καταδέχτηκε να μου παραπονεθεί. Δεν κατηγόρησε κανέναν. Φούμερνε μόνο το τσιγαράκι του, ρούφαγε τον καφέ του, και με το καλαμπούρι στο στόμα μιλούσε για τα παλιά. Ύστερα, πήρε το κλαρίνο κι έπαιξε, ξεκούρδιστο όπως ήταν, λίγες νότες…

Εκεί, στην αυλή, κάτω απ’ την ροδιά, ενώ η νύχτα έπεφτε σιγά-σιγά, άκουσα το φύσημα της ανάσας του στο καλάμι, και ρυθμό τού κρατούσε το χτυποκάρδι μου. Τον σκέφτηκα δεκαοχτώ χρονών, στο πανηγύρι της Παναγίας, στην Εύγηρο, τότε που «φύσηξε» για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο… Μου φάνηκε πως είδα τις κοπέλες με τα παλικάρια να χορεύουν, κι ήμουν, λέει, κι εγώ εκεί! Κι είπα συνεπαρμένος στο διπλανό μου: «Μωρέ, ποιος είναι ετούτος ο λεβέντης;» Κι εκείνος μ’ απάντησε: «Είναι το παιδί μου!», φουσκώνοντας από περηφάνια. «Το παιδί μας!», συμπλήρωσε και μια γυναίκα δακρυσμένη…

«Eίναι ο Νίκος ο Βρυώνης, ο γιος του Λεωνίδα και της Αναστασίας!», ψιθύρισα κι εγώ, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα.

Την ίδια στιγμή, σταμάτησε η μουσική κι ο Βρυώνης βρυχήθηκε πως το κλαρίνο ήταν ξερό, και πήγε να το βρέξει….

Έτσι τον γνώρισα, στα 80 του χρόνια, αυτόν τον γερόλυκο της παραδοσιακής δημοτικής μουσικής μας, που αν η ζωή του γίνονταν τραγούδι, δεν θα μπορούσε να ήταν τίποτ’ άλλο, από ένα περήφανο τσάμικο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
(Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 3, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2003)

 

 

Προηγούμενο άρθροΤα Φλαμίνγκο στην Λευκάδα
Επόμενο άρθροΤα ζώδια από την Ζαΐρα