Αρχική Lefkada's Secrets Το μοιρολόι της μάνας

Το μοιρολόι της μάνας

0

tomoiroloi

Ένα αυτοσχέδιο ποίημα-μοιρολόι από μια χαροκαμένη μητέρα σε κάποιο χωριό της νότιας Λευκάδας. Το τραγούδησε με πόνο για το φόνο του γιου της, το έστησε με το μυαλό και την καρδιά της για να αποχαιρετήσει το παιδί της.

Πρόκειται για πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε κάποια στιγμή της δεύτερης δεκαετίας του περασμένου αιώνα και ακολούθησε και την επόμενη γενιά των πρωταγωνιστών και έληξε το 1929.

Μια “βεντέτα” από κείνες που σήμερα μας φαίνονται αδιανόητες αλλά που έθρεψαν πολλά μίση και πάθη στα περασμένα χρόνια ακόμα και στο νησί μας. Ερωτικά ( η αφορμή), και πολιτικά πάθη πρωταγωνιστούν εδώ χωρίς να είναι ξεκάθαρο το ένα από το άλλο. Μια παρεξήγηση σε έναν αρραβώνα, οδήγησε στο θάνατο του Ανδρέα, στον οποίο είναι και αφιερωμένο το παρακάτω ποίημα που ταυτόχρονα εξιστορεί σύντομα και το χρονικό του φονικού.

Στη συνέχεια ο αδερφός του Ανδρέα, ο Σ.,  παίρνει εκδίκηση σκοτώνοντας τον φονιά του αδερφού του και η ιστορία συνεχίζεται με καταδιώξεις στα βουνά της νότιας Λευκάδας και με εξορία της οικογένειας του Σ, ενώ το τέλος έδωσαν οι  30000 δραχμές, το ποσό με το οποίο είχε επικηρυχθεί  ο Σ. και το θάνατό του από χωροφύλακα το Γενάρη του 1929.

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του χειρόγραφου από απόγονο της οικογένειας).

Ποιος έχει δένδρινη καρδιά και σιδερένια γλώσσα
Να πη του Ανδρέα τον καημό του Ανδρέα μοιρολόι

Μια Κυριακή πρωί πρωί. Μ’ αραχνιασμένη μέρα\
σηκώθηκε ο Ανδρέας μου και άλαξε και έβαλε τα καλά του.

Βλέπω να πέρνη την χτένα του κ έφτιανε τα μαλλιά του.
Κε για να πάη σε χαρά σε γάμο να χαρίση
πούταν μπεκρής και χορευτής να γλυκοτραγουδήση.

Κι η κακομοίρα η μάνα του γυρίζη και του λέη
Παιδί μου Ανδρέα να μη πας κάτου  στ΄αρεβωνίσα
γιατί είδα όνειρο στο ύπνο μου και είναι κακό για σένα.

Είδα ποτάμη επέρναγες και πέρα δεν ηβγήκες
ποτάμι κόκινο νερό και αίμα κατεβάζει.

Σώπα βρε μάνα μου τι λες όνειρα μη πιστέβης
και εγώ θα πάγω να χαρώ της νύφης να χαρίσω
και ίσα με το Μαγιάπριλο χαρές θε να κινήσω

θα νάχω δυο ζηγιές βιολιά να παίζουν στην αυλή μας
θα ν’αρθουν όλοι οι φίλοι μου και όλοι οι συγγενής μας.

Πέρνη και φεύγη παίζοντας στο γάμο κατεβένη
εχόρεψε και χάρισε και έκατσε στο τραπέζι
και άρχισε να τραγουδά η γλώσσα του να παίζη.

Και ο μπόγιας τον εκύταζε ήτανε βαλημένος
έσκοσε το περίστροφο κινάη αποφασισμένος.

Ζερβά ζερβά τον έφερε την σφαίρα του ζυγίζη
και ο Ανδρέας ανδρομάναγε γυρίζη και του λέη

Μπόγια γιατί με σκότωσες τι σου έκαμα;
Βρε μπόγια το που μαχαίρη να πιαστό κουμπούρι να τραβήξω
να εκδικηθώ το αίμα μου κι απέ να ξεψυχίσω

κλέγεμαι μάνα κλέγεμαι τον καϊμένο
έριξαν και με σκότοσαν με είχαν προδομένο
διαλέχτικαν εχθροί παλιοί μας και φρέσκοι αντάμα

Κρίμα στο νιο που σκώτοσαν και κάναν τέτοιο πράμα.
Παπαδοπούλα φόνισα κριφή πουτάνα
που είσαι όπου ήθελες να παντρευτή και σκότωσες το γιο μου.

Τον έβανες συμπέθερο όλο το καλοκαίρι
πήγες τον εφορτόθηκες τις δυο το μεσονύκτι
το αίμα του να σου βρεθή λιθάρι να σκοντάψης
και  η λεβεντιά του φουρκαργιό να βαριαναστενάξης.

Κλαίγε μανούλα θλιβερά κλέγε πολύ μεγάλα
να ραγιστούνε τα βουνά να μαραθούν οι κάμποι
να ραγιστή το μνήμα μου να μπη η φωνή σου μέσα
νακούσω τη φωνούλα σου γλυκήτατή μου μάνα
να αναστηθή η καρδούλα μου η βαρυπληγωμένη.

Καλή σου μέρα Ανδρέα μου στον τάφο που κοιμάσε
για ξύπνα Ανδρέα μου να σου πω ξύπνα να σε ρωτήσω
Ανδρέα μου ήθελα να ξέρα τι ήβρες αυτού που πήγες
αν ήβρες νιους να χαίρεσε και παλικάργια παίζης
αν ήβρες και χοροστασώ στα νύχια να χωρεύης
αν ήβρες και άξιο γιατρό την κουμπουριά να γιάνις.

Να σου το πω βρη μάνα να σε καλοκαρδίσω
εδώ ήβρα νέους μπόλικους και παλικάρια πλήθος
εδώ ήβρα και χοροστασώ σαν θέλω να χορέψω
εδώ έβρικα και γιατρό τον άσπλαχνο το χάρο
όπου μας έχει διαταγή
οι νιοί να μη χωρέψουμε και να μην τραγουδάμε.

Άξιοι και πολύτιμοι
Ανακριτή και διακαστή που γράφης και δικάζης
γράψε του μπόγια φουκαριά  και του προδότη αντάμα
που σκότωσαν τέτιο νιο κι έκαμαν τέτιο θάμα

Και αν τον δικάσης δικαστή τούτο το κρεμενάλη
θα γένη ένα παράδιγμα και θα γλυτώσουν κι άλλοι

Κύριε εισαγγελέα πρόβλεψε σαν τη καϊμό έχει η μάνα
όταν ακούση να χτυπά λυπητερά η καμπάνα
όταν μου το ΄φεραν νεκρό στη νεκροφόρα,

Μεμιάς ραγίστηκε η καρδούλα μου δεν ματαβλέπο ακόμα
Πώς; μαφικες τους μπόϊδες και δεν τους βάνης μέσα
άρχισε μαύρη γλώσσα μου, μαύρη και αραχνιασμένη
πες μοιρολόγι θλιβερό και κέμα ξόδι μαύρο
και πες για κακοθάνατους και πες για προδομένους
που μου σκοτώσαν τέτιο νιό απάνου στο τραπέζη

Αχ! Μαύρη μάνα του Ανδρέα είμαι εγώ η βαριπληγωμένη
όπ΄ είναι η καρδούλα μου σαν ξύλο μαραμένη.

Σκλαβενίτη Χρυσούλα

Προηγούμενο άρθροΉττα σοκ για τη Νίκη Λευκάδας-Παραίτηση Δουβίτσα
Επόμενο άρθρο13η αγωνιστική Β΄ ΕΠΣ Πρέβεζας-Λευκάδας