Αρχική Lefkada's Secrets Οι υπολοχαγοί Γιάνης Κ. Χόρτης και Βαγγέλης Δ. Τζεφριός

Οι υπολοχαγοί Γιάνης Κ. Χόρτης και Βαγγέλης Δ. Τζεφριός

0
IPOLOXAGOI

IPOLOXAGOI

Του Άγγελου Χόρτη.

Ήταν, θυμάμαι, το πανηγύρι του χωριού μας στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Συνωστισμός στη μικρή πλατεία, θορυβώδης και χαρούμενη ατμόσφαιρα, με τα όργανα στο υπερυψωμένο πατάρι κάτω από τον πλάτανο, να παίζουν και να δέχονται «παραγγελιές» και τους χορευτές στο κέντρο να εκδηλώνουν τη χορευτική τους δεινότητα στον τσάμικο και τον συρτό.

Σε κάποια στιγμή ο μπάρμπα Μπερεκλής (Περικλής) πλησίασε τους οργανοπαίχτες και ζήτησε να παίξουν για λογαριασμό του ένα τραγούδι στο ύφος του κλέφτικου, που δεν ήταν χορευτικό. Ήταν το τραγούδι «Σηκώσ’ απάνω, Γιάννο μου». Παραθέτω τους στίχους:

Σηκώσ’ απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριά κοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις
Θα σου βραχούνε τα’ άρματα και τα χρυσά τσαπράζια
Και τ’ ασημένιο, Γιάννο μ’, το σπαθί.

Το τραγούδι, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, είναι μοιρολόι. Μοιάζει με τρυφερό μάλωμα της μάνας στο ασυλλόγιστο παιδί της που αψηφά τους κινδύνους, αλλά πόση αγάπη, πόση οδύνη και σπαραγμό δεν κρύβουν οι στίχοι του! Η μάνα θρηνεί το παλικάρι της, αλλά υπομένει με αξιοπρέπεια τον ασήκωτο πόνο της. Το τραγούδι μού θυμίζει τις αρχαιοελληνικές επιτύμβιες στήλες που οι γλύπτες φιλοτεχνούσαν, για να στηθούν στους τάφους νέων συνήθως ανθρώπων και παρουσιάζουν τους νεκρούς με τη λάμψη της νεότητας σε κάποια στιγμή της επίγειας ζωής τους. Το πέρασμά τους στον «άλλο κόσμο» υποδηλώνεται με τη θλίψη που εικονίζεται στο πρόσωπό τους. Είναι μια θλίψη ευγενική, ένας αξιοπρεπής αποχαιρετισμός στο φως του ήλιου και τις χαρές της ζωής που εγκαταλείπουν. Πρόκειται για το αρχαίο ελληνικό μέτρο που ενοφθαλμίστηκε στη δημοτική μας ποίηση.

Αφήνω την παρέκβαση και επανέρχομαι στο γεγονός. Οι νότες από τα όργανα και η φωνή του τραγουδιστή τρικύμισαν τον αέρα. Ο μπάρμπα Μπερεκλής προχώρησε στην άκρη της πλατείας, έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του, ακούμπησε σε ένα μεγάλο κοτρώνι που βρισκόταν εκεί και θρήνησε σιωπηλά τον αδερφό του, τον λεβέντη υπολοχαγό Γιάννη, που είχε χαθεί στη Μικρά Ασία μετά την κατάρρευση του Μετώπου.

Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα επισκέφθηκα στο Βλυχό τον φίλο μου Δημήτρη Σκλαβενίτη. Στο διπλανό σπίτι από το δικό του κατοικούσε ο θείος του μπάρμπα Γιάννης Σκλαβενίτης, αδερφός του πατέρα του, βετεράνος του Μικρασιατικού πολέμου. Όταν άκουσε το επώνυμό μου, οι μνήμες τον κατέκλυσαν. Θυμήθηκε, νεαρός στρατιώτης τότε, τον λοχαγό του στη Μ. Ασία Γιάννη Χόρτη και με ρώτησε αν ήταν συγγενής μου. Όταν άκουσε ότι ήταν γιος πρώτου ξαδέρφου του παππούλη μου, η αντίδρασή του, πηγαία και αυθόρμητη, με συγκλόνισε: τέτοιο λεβέντη και παλικάρι δεν έχει γεννήσει μάνα, μου είπε επί λέξει, βαθιά συγκινημένος. Μέσα από τον λιτό και επιγραμματικό λόγο του μπάρμπα Γιάννη ο υπολοχαγός Γιάννης Χόρτης έπαιρνε στη φαντασία μου η μορφή των ομηρικών ηρώων. Πρώτος στις επιθέσεις του λόχου του, συμπαρέσυρε τους στρατιώτες του σε επικές εξορμήσεις, ατρόμητος μπροστά στον κίνδυνο, περιφρονώντας το θάνατο,, ένας αληθινός ηγέτης που ενέπνεε με το παράδειγμά του και μετέδιδε τη φλόγα της δικής του ψυχής στους συμπολεμιστές του. Με τη λάμψη της νιότης των 28 του χρόνων, τη λεβεντιά, το σθένος και την επιβλητική του παρουσία, κυνηγώντας το όραμα που πυροδοτούσε την ψυχή και τη φαντασία του, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, σε τίποτα, πιστεύω, δεν διέφερε από τους ήρωες της Ιστορίας μας. Έτσι, σκέφτομαι, θα πολεμούσαν ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Λεωνίδας, με την ασυλλογισιά και το πάθος της νεότητας και με την πίστη σε αξίες, όπως η πατρίδα και η τιμή, που τις τοποθετούσαν πάνω από τη ζωή τους. Ο Γιάννης Χόρτης διέσχισε πολεμώντας τη Μ. Ασία μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ και τον Σαγγάριο. Στην πορεία του «ανίχνευσε» τα βήματα των νικηφόρων βυζαντινών στρατιών του Ηρακλείου, του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή, του Ιωάννη και του Μανουήλ Κομνηνών, περίπου 1000 χρόνια πριν, «είδε» τα λάβαρά τους να ανεμίζουν στον αέρα, «άκουσε» τις ιαχές των στρατιωτών, έζησε με λίγα λόγια το όνειρο που θέρμαινε τον Ελληνισμό για αιώνες. Όταν, παρά τον ηρωισμό και τις θυσίες, το όνειρο έσβησε και η χαλύβδινη ελληνική στρατιά της Μ. Ασίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ο Γιάννης Χόρτης, παρά τη σύγχυση και τη διάλυση, οδηγούσε συντεταγμένα το λόχο του προς τη σωτηρία στα παράλια της Μ. Ασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τότε Υπουργείου Στρατιωτικών, σκοτώθηκε στην περιοχή του Ουσάκ. Ήταν 12 (25) Αυγούστου του 1922. Ήταν τότε 28 χρονών, αφού είχε γεννηθεί στα 1895.

Στο σκεπασμένο από τη λήθη παρελθόν προσπαθώ να εντοπίσω στοιχεία που θα μου επιτρέψουν να συνθέσω και την προσωπικότητα ενός άλλου συγχωριανού μας ήρωα, του υπολοχαγού Βαγγέλη Δ. Τζεφριού. Γι’ αυτόν, δυστυχώς, δεν έχω τη μαρτυρία κάποιου συμπολεμιστή του που θα μπορούσε να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα και τη δράση του. Ωστόσο σηματωροί για την ψυχή, το ήθος και τις αξίες στις οποίες πίστευε, στέκουν τρία μεγάλα γεγονότα: ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η μάχη του Σκρα, σιωπηλοί αλλά εύγλωττοι μάρτυρες της μεγαλοσύνης του.

Στη νεανική μου ηλικία ο πατέρας μου, θυμάμαι, μου μιλούσε για μια επιστολή δύο νεαρών Ελλήνων αξιωματικών, στις αρχές του 20ου αιώνα, με αποδέκτη, εικάζω βάσιμα, το τότε Υπουργείο των Στρατιωτικών με αίτημα να τους σταλούν μπαρούτι και πολεμοφόδια στη Μακεδονία. Πρέπει να ήταν η εποχή προς το τέλος του Μακεδονικού αγώνα, τότε που δεκάδες Έλληνες αξιωματικοί (θυμίζω ενδεικτικά τον Παύλο Μελά και τον Τέλλο Άγρα), μπροστά στην απειλή του αφελληνισμού της Μακεδονίας, είχαν εγκαταλείψει τη ραστώνη και τις ανέσεις της ειρηνικής ζωής και είχαν τεθεί επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων, για να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και να σώσουν μία από τις πανάρχαιες εστίες του Ελληνισμού. Οι αξιωματικοί ήταν οι ανθυπασπιστές τότε Νικόλαος Πλαστήρας, ο μετέπειτα θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, και ο συγχωριανός μας Βαγγέλης Τζεφριός. Για να μπορέσουμε να μετρήσουμε, όσο είναι δυνατόν, τη φλόγα και το ατσάλι της ψυχής των ανδρών αυτών, το φρόνημα και τις αξίες στις οποίες πίστευαν και τις έθεταν πάνω όχι μόνο από την ιδιοτέλεια και τον ωφελιμισμό, στοιχεία που μικραίνουν τους ανθρώπους, αλλά και πάνω από τη ζωή τους, πρέπει να αναλογισθούμε τις σκληρές συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα που ανέλαβαν και τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Πράγματι, οι Μακεδονομάχοι ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν, πέρα από τους κομιτατζήδες, και την εχθρότητα των τουρκικών αρχών (η Μακεδονία ήταν τότε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), να επιλύουν προβλήματα σχετικά με την επιβίωσή τους, καθώς δεν υπήρχε οργανωμένη επιμελητεία για να τους υποστηρίζει, να αντέχουν τις στερήσεις και τα εμπόδια των καιρικών συνθηκών και του περιβάλλοντος και, ακόμα να τονώνουν το φρόνημα των ελληνικών πληθυσμών, που υφίσταντο τα πάνδεινα από τους κομιτατζήδες. Ένας από τους άντρες αυτούς, τους ακατάβλητους και γενναίους, που διακινδύνευαν κάθε στιγμή τη ζωή τους για έναν ανώτερο σκοπό, ήταν και ο Βαγγέλης Τζεφριός. Και όταν τελείωσε ο Μακεδονικός αγώνας, νέο προσκλητήριο για καινούργιους αγώνες τον περίμενε. Ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, που θα έκριναν την τύχη των βόρειων επαρχιών της πατρίδας μας. Και στο προσκλητήριο αυτό τιμής και δόξας ο Βαγγέλης Τζεφριός ήταν παρών. Δεν θα περιγράψω την εποποιία των πολέμων αυτών που οδήγησαν στην επέκταση της χώρας μας, η οποία επιτεύχθηκε με τις θυσίες του στρατού μας. Θα αναφέρω μόνο ότι ο υπολοχαγός Βαγγέλης Τζεφριός τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι.

Ωστόσο, οι περιπέτειες για τη χώρα δεν είχαν τελειώσει. Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, που ξέσπασε στα 1914 και που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό, έθετε νέα προβλήματα. Η Βουλγαρία, που εποφθαλμιούσε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, συμμάχησε με τους Γερμανούς. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, διαφωνώντας με το βασιλιά, που υποστήριζε την ουδετερότητα της χώρας, δημιούργησε το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, για να πολεμήσει στο πλευρό των Συμμάχων (Αγγλογάλλων) εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων. Ποιες, άραγε, να ήταν οι σκέψεις του υπολοχαγού Βαγγέλη Τζεφριού για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί; Σκεφτόταν ίσως τους διωγμούς των Ελλήνων της Μακεδονίας για τους οποίους οι εμπειρίες του από τον Μακεδονικό αγώνα ήταν νωπές, αν η Ελλάδα δεν επενέβαινε; Σκεφτόταν μήπως τις θυσίες και το αίμα των συμπολεμιστών του που θα έμεναν αδικαίωτες; Σκεφτόταν, ενδεχομένως, τους δικούς του ανθρώπους, αν βρίσκονταν στη θέση των αλύτρωτων Ελλήνων; Ή σκεφτόταν ότι η πατρίδα θα συρρικνωνόταν, θα μίκραινε και τα οράματα γενεών θα γίνονταν συντρίμμια; Πιστεύω ότι όλα αυτά τα σκέφτηκε. Και όπως πάντα στη ζωή του διάλεγε το δύσκολο δρόμο, το δρόμο το καθήκοντος, όπως τον υπαγόρευε η συνείδησή του, εντάχθηκε στο στρατό της Εθνικής Άμυνας. Στον κώδικα των αξιών τις οποίες ο ίδιος είχε ιεραρχήσει, η πατρίδα, η τιμή και η προσφορά στο κοινό καλό είχαν την κορυφαία θέση. Έτσι ούτε η φυσική του αδυναμία, λόγω του τραυματισμού του, ούτε κανένας άλλος καταναγκασμός, εξωτερικός ή εσωτερικός, όπως ο φόβος του θανάτου, η αγάπη και ο σεβασμός στη μάνα και την οικογένειά του ή ιδιοτελείς υπολογισμοί, τον απέτρεψαν. Ήταν ένας άνθρωπος που ερχόταν από άλλες εποχές σαν τον ομηρικό Αχιλλέα, που είχε διαλέξει τον ένδοξο θάνατο από μια άσημη και συνηθισμένη ζωή. Στη ζυγαριά της συνείδησής του τα αγαθά της ειρήνης δεν μπορούσαν να ισοσταθμίσουν την αγάπη στην πατρίδα, που προϋπέθετε την ανάληψη των πολεμικών κινδύνων, τους οποίους γνώριζε πολύ καλά. Η θυσία του υπολοχαγού Βαγγέλη Τζεφριού ήταν ενσυνείδητη και αυτό της δίνει μοναδική αξία.

Είναι Μάιος του 1918. Ο ελληνικός στρατός έχει συγκροτηθεί ήδη από το 1917 και ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων Γάλλος στρατηγός Γκυγιωμά αναθέτει στους Έλληνες μια δυσχερέστατη επιχείρηση: να καταλάβουν το Σκρα στην περιοχή του Κιλκίς, δυτικά του Αξιού. Επρόκειτο για θέση φυσικά οχυρή με πλήθος αμυντικών έργων, δηλαδή με χαρακώματα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, τριπλή σειρά συρματοπλεγμάτων, πολυβολεία με μπετόν κ.λπ. και δύο σειρές άμυνας. Επιχείρηση των Γάλλων στις αρχές του 1918 για την κατάληψή του είχε αποτύχει. Η επίθεση του ελληνικού στρατού ξεκίνησε το πρωί της 17ης (30ης) Αυγούστου του 1918. Η γενναιότητα και η ορμή του ελληνικού πεζικού, με αιχμή του δόρατος τη μεραρχία Αρχιπελάγους και άξιους συμπαραστάτες τις μεραρχίες Κρητών και Σερρών, ανέτρεψε όλα τα εμπόδια και την αντίσταση των Βουλγάρων και το Σκρα έπεσε. Το γεγονός προκάλεσε το θαυμασμό των Συμμάχων και τον ενθουσιασμό του Ελληνικού λαού. Ανάμεσα στους 31 Έλληνες αξιωματικούς που έπεσαν στη μάχη συγκαταλέγεται και ο υπολοχαγός Βαγγέλης Τζεφριός, που θυσίασε τη ζωή του πιστός στις αρχές και τις αξίες που υπηρέτησε ως τότε, με το όραμα μιας Ελλάδας που θα αγκάλιαζε όλα τα τέκνα της. Ήταν τότε κι αυτός μόλις 28 χρονών. Για τον ηρωισμό και τη θυσία του ο ελληνικός στρατός τού επεφύλαξε ύψιστη τιμή: το όνομά του και ο τόπος που έπεσε (Τζεφριός – Σκρα) είχαν γίνει, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, σύνθημα και παρασύνθημα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μακαρίτη μπάρμπα Θανάση Μεσσήνη (Κατσαρού), που υπηρετούσε τότε τη θητεία του.

Οι υπολοχαγοί Γιάννης Χόρτης και Βαγγέλης Τζεφριός, όπως και τόσοι άλλοι συμπολεμιστές τους, δεν λύγισαν από το βάρος της ηρωικής παράδοσης που κλήθηκαν να σηκώσουν. Αναδείχθηκαν άξιοι συνεχιστές της, παίρνοντας τη σκυτάλη από τους αγωνιστές του ’21 και των άλλων απελευθερωτικών αγώνων της πατρίδας μας. Άραγε η θυσία τους έχει δικαιωθεί από εμάς τους επιγόνους τους;

Φωτογραφία: Γιάννης Κ. Χόρτης (αριστερά) και Βαγγέλης Δ. Τζεφριός (δεξιά

Πηγή: http://tachortata.blogspot.gr/

Προηγούμενο άρθροΤα Αγιοπετρίτικα αρ. 137
Επόμενο άρθροΕκατό χρόνια Φαρμακείο Καββαδά