Αρχική Πολιτισμός - Εκδηλώσεις Πολιτισμός - Εκδηλώσεις Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω; – Το νέο βιβλίο...

Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω; – Το νέο βιβλίο της Ιωάννας Κόκλα

0

ΒΙΒΛΙΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΚΟΚΛΑΣε βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα το θεατρικό έργο της Ιωάννας Κόκλα «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;»  από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, με πρόλογο του Δημάρχου και προέδρου του Πνευματικού Κέντρου κ. Κ. Δρακονταειδή και του συγγραφέα Δρ. Φιλολογίας Σπύρου Βρεττού. Το βιβλίο πλαισιώνεται και από ένα πλούσιο ετυμολογικό-ερμηνευτικό λεξιλόγιο, 230 λέξεων και ιδιωματισμών της λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς.

Διατίθεται από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας.

Προς πληρέστερη ενημέρωσή σας παρατίθεται απόσπασμα από επισυναπτόμενο σχόλιο στο θεατρικό έργο της Ιωάννας Κόκλα: «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;»  από την Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Δρ. Φιλολογίας, Πρόεδρο Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας, με τίτλο «Η λαογραφία του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος».

«Το θεατρικό έργο της Ιωάννας Κόκλα, γνωστής  από τις ποιητικές της συλλογές και την αναστροφή της  με το περιβάλλον ιδεών της Σικελιάνειας σκέψης,  «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;» (Νικιάνα Λευκάδας, 2012), είχε την τύχη να εκδοθεί πρόσφατα σε βιβλίο από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το έργο, μια «σατιρική λαογραφική ηθογραφία» -όπως η ίδια το χαρακτηρίζει- γραμμένο στη λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, αναφέρεται «στη δεκαετία 1950-1960, σε σύγκριση με το σήμερα», αφήνοντας να διαφανεί η χρονική σύνδεση και συνέχεια των γλωσσικών και κοινωνικών συμβάντων.  Ευκρινής ο ηθογραφικός χαρακτήρας του έργου, καθώς αναδύεται μια εντοπισμένη στο χώρο και στο χρόνο εικονοποιία της αγροτικής ζωής της Λευκάδας και αναπαράγεται η ανθρώπινη τυπολογία  του απλού κατοίκου της υπαίθρου, με τα έθιμα, τις συνήθειες, τη νοοτροπία του και προπάντων τα λαϊκά ήθη, σύμφυτα με μια μακρά παράδοση συμβιωτικών σχέσεων του μικρού και περιορισμένου αγροτικού χώρου. Και όλη η ατμόσφαιρα να περιβάλλεται από ένα κωμικό και ιδιόμορφα σατιρικό ύφος, τόσο αναγνωρίσιμο διαχρονικά στον κάτοικο της υπαίθρου Λευκάδας. Αναδεικνύονται προπάντων οι γυναικείοι χαρακτήρες, μέσω των οποίων, με μαεστρία ψυχογραφική αλλά μέσα στα όρια της πραγματικότητας που διαμορφώνει η ελληνική -η λευκαδίτικη ειδικότερα-  patria potestas: η γυναίκα αποφασίζει, επιβάλλει πλαγίως, λειτουργεί ανατρεπτικά και «ανοίγει τα μάτια» του κοινωνικού της περίγυρου, που είναι ο ελληνικός λαός σε κυκλική ιστορία εξαπάτησης και διαψεύσεων. Πόσο στέρεη και ευφυής λαϊκή πολιτική κριτική, με γυναικοκεντρικό προσανατολισμό πλαισιωμένη από κωμικά στρατηγήματα, τα οποία εκφέρονται κωμικότερα μέσω της τραχιάς, ανεπεξέργαστης -ως τα όρια του γκροτέσκο- ντοπιολαλιάς της υπαίθρου Λευκάδας.   Σ’ αυτούς τους πολιτικοποιημένους γυναικείους διαλόγους, όπως και σε άλλες αναδρομικές αφηγήσεις, γίνεται σύζευξη των χρόνων -παρελθόν και παρόν- και αναλύεται η παροντική κατάσταση του τόπου, συνέχεια νοοτροπιών που έχουν στοιχειώσει την κακοδαιμονία του: «Οι ασύφταγοι, π’ μας φέρανε σ’ αυτά τα χάλια τ’ πατρίδα μας… Τρώνε, τρώνε, σαν τα γουρούνια… Το νου τ’ς τον έχ’νε μοναχά πώς θα φάνε, και πώς να σκιάζ’νε τον φτωχό τον κοσμάκη… Θα πεινάσ’τε και θα πεινάσ’τε… Γιατί τόσα χρόνια δεν επ’νάγαμε; Είμαστε ποτέ χορτάτοι; Μας θέλ’νε αγράμματους και κακομοίρ’δες… Μοναχά για τα παλαμάκια και τ’ς ψήφ’ς… Και μετά; Πού σε είδα, πού σε ξέρω…».

Είκοσι πρόσωπα: ο αφηγητής, η μάνα, ο Μανώλης, ο παππούς, ο Σπυραντώνης, ο Βασιλάκης, η νύφη, η εξαδέλφη, η θεια Βασίλω, η Μαυρέτα, η Ακριβούλα …σε δύο πράξεις, με δέκα σκηνές αντίστοιχα στην κάθε πράξη, ενορχηστρώνουν τη δράση τους στο λαογραφικό περιβάλλον ενός λευκαδίτικου χωριού, σ’ έναν κλειστό μικρόκοσμο ενδοοικογενειακών σχέσεων και των διασυνδέσεών του με τις ευρύτερες σχέσεις της κοινωνικότητας των λαϊκών ανθρώπων της υπαίθρου: συγγενείς, κουμπάροι και συμπεθέροι, γειτονιά, καφενείο. Η υπόθεση -γύρω από έναν νεανικό έρωτα που δεν εγκρίνεται από τη μάνα- ανελίσσεται δυναμικά μέσα στις συνήθεις, επαναλαμβανόμενες σκηνές της καθημερινής ζωής του χωριού. Είναι ωστόσο ως να λειτουργεί προσχηματικά -παρόλο που το έργο δομείται ως πλήρες θεατρικό δρώμενο, με τους κανόνες και την ευκρινή δομή του- με σκοπό να επενδύσει την ανθρωπολογία των ηρώων και τις εκφράσεις τους με την τοπική διάλεκτο, εξέχουσα πρωταγωνίστρια αυτής της λαογραφικής σύνθεσης,  συμβάλλοντας μ’ αυτό τον τρόπο στη διάσωση του πολιτισμικού φαινομένου της τοπικής διαλέκτου και στην ανανέωση του προβληματισμού και της έρευνας για τη γένεση, τις επήρειες, τις μεταβάσεις και τις μεταλλαγές της ανάλογα με την ιστορική συγκυρία που την παράγει. Εικόνες και ακούσματα ανασταίνονται  που φέρουμε -και η ίδια η συγγραφέας έχει εγκαταστήσει στη μνήμη της-  από την αναστροφή των παιδικών μας  χρόνων με χωριά της Λευκάδας… Το πολύ πλούσιο ιδιωματικό λεξιλόγιο εικονογραφεί τη γλώσσα της λαϊκής αγροτικής εντοπιότητας, το οποίο η Ιωάννα Κόκλα -και προς διευκόλυνση του άπειρου γλωσσικά αναγνώστη ή ακροατή- ακινητοποιεί σε ένα επαρκέστατο λεξιλόγιο ετυμολογικό και ερμηνευτικό: ενταγμένο στον λαογραφικό προσανατολισμό του λογοτεχνικού της έργου και στην εμπρόθετη κίνησή της να συμβάλει στη διάσωση του γλωσσικού τοπικού μας πλούτου και στην πολιτισμική του σημασία. Το λεξιλόγιο μπορεί να αποτελέσει «αντικείμενο διαλεκτολογικής έρευνας και ανάλυσης», καθώς σημειώνει, προκειμένου για ένα αντίστοιχο λεξιλόγιο στο προαναφερόμενο έργο της Λενέτας Στράνη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, Σταύρος Κουμπιάς.

Είναι  σημαντικό ότι με αυτό το έργο,  η γλωσσική λευκαδίτικη  “ιδιόλεκτος”  δεν εγκιβωτίζεται στατικά σε ένα λεξικό του λευκαδίτικου ιδιώματος… αλλά αναπαράγεται, μέσα από τις νωπές μνήμες της συγγραφέως, στο αυθεντικό, θα έλεγα, περιβάλλον της λευκαδίτικης υπαίθρου και σε συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση στην οποία ενορχηστρώνονται και αναβιώνουν ανθρώπινες σχέσεις, νοοτροπίες, κοινωνικές προκαταλήψεις και αξίες… Υφαίνεται δηλαδή ως αισθητική γλωσσική χειρονομία -ένα είδος  εκφραστικού  λαογραφικού στυλ- ενσωματωμένου οργανικά στην κουλτούρα της καθημερινής ζωής.

Το θεατρικό έργο της Ιωάννας Κόκλα «Να τ’ κρίνω ή να μη τ’ κρίνω» προσφέρει στην ισχνή έως ανύπαρκτη τοπική λογοτεχνία του τοπικού ιδιώματος ένα αυθεντικό περίπου ηχόχρωμα ενσωματωμένο στη ζωντανή λαογραφία της λευκαδίτικης αγροτικής ζωής, καθώς κινείται στο χρόνο και παρά τις αναπόφευκτες -και γρήγορες- μεταβολές,  ανα-παράγει ένα κοινωνικό τοπίο και μια ανθρωπολογία, της οποίας εκφραστικό πορτρέτο είναι η γλωσσική ιδιαιτερότητα. Κι αυτό ακριβώς μεταγγίζει ο λόγος και η θεατρική πράξη της Ιωάννας Κόκλα».

Προηγούμενο άρθροΠαιχνίδια στο ιβάρι
Επόμενο άρθροΑνασυστάθηκε ο Σύλλογος Εξανθειτών Αθήνας