Αρχική Top Stories Ένα οδοιπορικό «Στην Κυρά Φανερωμένη μας», γεμάτο θύμησες και νοσταλγίες!

Ένα οδοιπορικό «Στην Κυρά Φανερωμένη μας», γεμάτο θύμησες και νοσταλγίες!

0

 

Γράφει και παρουσιάζει ο Σωτήρης Κων. Κάτσενος, Δημοσιογράφος

«Στην άχραντον εικόνα Σου

τα χείλη ολόθερμα ακουμπάμε,

οι δύσκολες σαν έρχονται στιγμές.

Άνοιγε πάντα το στρατί,

Για να περνάμε…».

Και οι στιγμές που περνάμε, σαν λαός και σαν χώρα «Κυρά Φανερωμένη» μας, είναι μεγάλες και ενίοτε ανυπέρβλητες! Γι’ αυτό προστρέχουμε προς Σε Θεοτόκο – «πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον». Γι’ αυτό και ο κόσμος όλος, από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του πλανήτη ολόκληρου – εν μέσω πανδημίας – με ευλάβεια θα προσκυνήσει αυτές τις μέρες αλλά και πάντοτε – τη σεπτή Σου Εικόνα –  «Κυρά Φανερωμένη» μας!

Γυρίζω του νου μου και τις θύμησες, χρόνια πίσω. Τότε, που μαθητής στο Δημοτικό και αργότερα στο Γυμνάσιο, τέτοιες γιορτινές και άγιες ημέρες, το προσκύνημα στο Μοναστήρι της Φανερωμένης, στην ετήσια εορτή Της, αλλά κι όλο το χρόνο, αποτελούσε πραγματική ιεροτελεστία! Τότε, που μικρά παιδιά, μαζί με τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς μας, ξεκινούσαμε από τον Κάβαλο, ποδαρόδρομο ή καβάλα στ’ άλογα οι μεγαλύτεροι, για να φτάσουμε στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Τότε, που δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα κι άλλα μέσα μεταφοράς και χαιρόμαστε τη φύση, περιδιαβαίνοντας τον «Βάραγγα», το «Στρογγυλό», φτάνοντας στον Άγιο Γεώργιο, λίγο πριν καταλήξουμε στα «Πηγάδια», στους «Τσουκαλάδες». Τότε, που χαράματα στολίζαμε με τα «καβαλοσκούτια» τ’ άλογα και τα γαϊδουράκια, φορτωμένα με τα παραδοσιακά υφαντά «σακούλια» και με τα τάματα στ’ όνομα της Μεγαλόχαρης. Τότε, που όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, διανύαμε όλη αυτή τη διαδρομή – πάνω από πέντε (5) χιλιόμετρα – με τα παπούτσια στο χέρι, αλλά με βαθιά πίστη προς Τη Φανερωμένη μας, που οδηγούσε τα βήματά μας στο φιλόξενο Μοναστήρι της.

Περπατώντας, αρκετές ώρες, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, γεμάτα από μυτερές πέτρες, από μάζες κι ασφακιές, απ’ αγκάθια και τριβόλια, για να εκπληρώσουμε το τάμα μας στη Μεγαλόχαρη και να προσευχηθούμε μπροστά στη σεπτή Της εικόνα. Πολλοί συγχωριανοί μου, πρόσφεραν στη Μεγαλόχαρη διάφορα τάματα, όπως, ρούχα, κεντήματα, καντήλια ακόμα και τα χρυσαφικά τους όταν κάτι δυσάρεστο είχε περάσει κάποιος δικός του άνθρωπος και η Κυρά Φανερωμένη μας τον έκανε καλά, τον γιάτρευε. Τότε, που το προσκύνημα στην «Χάρη Της» κρατούσε σχεδόν μια βδομάδα. Τότε, που στον αυλόγυρο της Φανερωμένης, στρωματσάδα, παρακολουθούσαμε με απόλυτη ευλάβεια και πλήρη κατάνυξη τις ιερές ολονυχτίες! Τότε, που οι ψυχές απελευθερωμένες απ’ τα γήινα και τις καθημερινές σκοτούρες της ζωής, παραδίδονταν σε προσευχές και δοξολογίες!  Όταν φτάναμε κουρασμένοι από τον ποδαρόδρομο, ο μακαρίτης ο μπάρμπα Αποστόλης και η μακαρίτισσα η θεια Γιάννα, απ’ τα Ασπρογερακάτα, μας καλοδεχόντουσαν και μας «τράταραν» με λουκούμι και δροσερό νερό σε κρυστάλλινο ποτήρι. Με δροσερό νερό, από τις γεμάτες «βαρέλες», που βρίσκονταν πάνω στα πεζούλια των κελιών. Μια εικόνα, που έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Με τον μπάρμπα Αποστόλη, με τη μάλλινη φανέλα και τη λευκαδίτικη σκούφια. Και τη θεια Γιάννα, με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά. Δυο υπέροχοι και ευγενικοί άνθρωποι!

Μετά το καθιερωμένο «τρατάρισμα» και τις πρώτες ανάσες ξεκούρασης, καθόμασταν κάτω απ’ το καμπαναριό της Μεγαλόχαρης ή κάτω από τον πυκνό ίσκιο των πεύκων, συντροφιά με το κελάηδισμα των πουλιών, δίπλα στις πικροδάφνες και στα λουλούδια του αυλόγυρου του Μοναστηριού, αγναντεύοντας τον Άη Γιάννη. Συντροφιά, με τον παφλασμό της θάλασσας που μας συνέπαιρνε και μας «έσβηνε» μονομιάς την κούραση. Έχοντας στα πόδια μας, την πόλη της Λευκάδας. την λιμνοθάλασσα, τη Γύρα, τους Μύλους, τον Άη Γιάννη και το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου! Και φυσικά, όταν άρχιζαν να χτυπάνε οι καμπάνες του Μοναστηριού, το δάκρυ μας, πήγαινε «κορόμηλο»! Αυτός ο ήχος της καμπάνας του Μοναστηριού, έμελλε πολλά χρόνια αργότερα, να μου ξυπνήσει τα ίδια και ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα νοσταλγίας και συγκίνησης. Ήταν, τότε, αρχές της δεκαετίας του 1990, με τον ερχομό της ελεύθερης ραδιοφωνίας όπου μέσα από τη φιλόξενη συχνότητα του Antenna Satellite και Antenna Pacific και τις  εκπομπές με τίτλο : «Άχ! Ελλάδα, σ’ αγαπώ», και «Στο χειροκρότημα», όπου είχα την επιμέλεια και την παρουσίαση για πολλά χρόνια και με την απλόχερη βοήθεια του συγχωριανού μου και συντοπίτη μας Άξιου Πρωτοπρεσβύτερου, Πατέρα Γεράσιμου Ζαμπέλη, μεταφέραμε τον εσπερινό «Της Κυράς Φανερωμένης μας» στους Έλληνες της Ομογένειας, στους Συνέλληνες της Αμερικής του Καναδά και της Αυστραλίας. Με την ευκαιρία αυτή, τον ευχαριστώ από καρδιάς για μια ακόμη φορά για την πολύτιμη βοήθεια του. Ήταν τότε, λοιπόν, που από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής και του μικροφώνου, άκουσα τους Λευκαδίτες της Ομογένειας, να μου λένε με τρεμάμενη φωνή, ότι αυτό τον ήχο  της καμπάνας, είχαν να τον ακούσουν από μικρά παιδιά. Τότε, που έφευγαν στη ξενιτιά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, το συγκινητικό τηλεφώνημα του συμπατριώτη μας, Κώστα Σταματέλου από τους Τσουκαλάδες – αλλά και πολλών άλλων ακόμα συμπατριωτών μας – όταν κλαίγοντας μου είπε, ότι έχει ν’ ακούσει αυτόν τον ήχο της καμπάνας της Μεγαλόχαρης, πάνω από τριάντα (30) χρόνια! Από τότε, που πήγαινε με τα πόδια στο γυμνάσιο στη Λευκάδα κι αργότερα έφευγε για μια καλύτερη τύχη στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στιγμές ανείπωτης συγκίνησης και αέναης νοσταλγίας.

Άνοιγε, λοιπόν το στρατί, «Κυρά Φανερωμένη» Μας! Γιατί το κάλυψαν τα σύννεφα της φτώχειας, της ανέχειας και της ανημπόριας! Ενός λαού, που μάχεται να ορθοποδήσει από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Που παλεύει να σταθεί όρθιος! Που ψάχνει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Που έχει πίστη και ξέρει να μάχεται. Που με τη δική Σου βοήθεια, βγαίνει πάντα νικητής.

«Εν τη Μονή Σου, Παρθένε, πόθω προστρέχοντες και προσκυνούντες την θαυμαστήν Σου εικόνα, Μετ’ ευλαβείας αντλούμεν τας χάριτας».

Βρέθηκα, λοιπόν, αυτές τις μέρες στο Μοναστήρι της Φανερωμένης μας για να προσκυνήσω και για ν’ αντλήσω δύναμη απ’ Την Μεγαλόχαρη!

Ευχαριστώ από καρδιάς, τον Πανοσιολογιότατο, Άγιο Ηγούμενο της Μονής Φανερωμένης, Πατέρα Νικηφόρο, ο οποίος επιτελεί ένα σπουδαίο μοναστηριακό, εκκλησιαστικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο στη Λευκάδα, για το εξαιρετικό και πλούσιο υλικό που μου πρόσφερε για τη δημιουργία αυτού του αφιερώματος, στην προστάτιδα του νησιού μας, την «Κυρά Φανερωμένη» μας, καθώς και σε όλους τους Πατέρες του Μοναστηριού..

Χρόνια πολλά, σε όλους μας και η «Προστάτιδά μας, η Κυρά Φανερωμένη μας», να μας προσέχει και να μας έχει όλους καλά, όπου κι αν είμαστε, όπου κι αν βρισκόμαστε!

ΔΕΗΣΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΤΗΣ

Γράφει ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φανερωμένης, Πανοσιολογιώτατος
κ.κ. Νικηφόρος

«Στήν ἄχραντον εἰκόνα Σου

τά χείλη ὁλόθερμα ἀκουμπᾶμε,

οἱ δύσκολες σάν ἔρχονται στιγμές.

Ἄνοιγε πάντα τό στρατί,

γιά νά περνᾶμε…»

Ανοιγε τό στρατί! «Γιατί τό κάλυψαν τά σύννεφα καί τό ἔχασαν τά βουρκωμένα μάτια μου. Θεράπευσε τήν ἀρρώστια, Δέσποινά μου. Ἀνάλαβε τήν ὀρφάνια. Οἰκονόμησε τή φτώχεια. Σταμάτησε τον κατατρεγμό. Γλύκανε τήν μοναξιά. Σκέπασε τά λάθη. Ἀνασήκωσε τον πεσμένο. Παρηγόρησε τόν θλιμμένο. Συντρόφευσε τόν ξενητεμένο. Διῶξε μακριά μας τόν ἐχθρό καί τόν κίνδυνο. Προστάτεψε τούς δικούς μας. Φρούρησε τή χαρά. Ὁδήγησε τά βήματά μας. Παναγία μου, τά ξέρεις ὅλα. Κατέφυγα σέ Σέ, τήν αἰώνια καταφυγή». «Νά, Σοῦ τά εἶπα ὅλα μας τά βάσανα, τίς λύπες…» Ὅπως τό παιδάκι λέει στή μάνα του το παράπονό του. «Καί μόνο πού Σοῦ τά εἶπα, αἰσθάνομαι σιγουριά. Κυρά μου, πρόφτασε. Μεγάλη ἡ χάρη Σου. Ἀπέραντη ἡ στοργή Σου. Ποιός Σε παρεκάλεσε καί δέν σήκωσες τόν πειρασμό; Ποιός Σοῦ ζήτησε βοήθεια καί τήν ἀρνήθηκες; Κι ἐγώ στήν κραταιά Σου προστασία ἐμπιστεύτηκα τά πάντα».

Ἔτσι δέεται ὁ πονεμένος στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Πού ξέρει ἀπό πόνο. Γιατί πόνεσε κι ’Εκείνη. Ἀφού εἶδε τόν Υἰό Της κρεμασμένο στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἀρ. Βαλαωρίτης, στό πολύ ὡραῖο ποίημά του «Ἡ Φανερωμένη», μᾶς μιλάει παραστατικά γιά τή συμπόνοια τῆς «Κυρᾶς» στή δυστυχία τῶν θλιμμένων. Δράματα πολλές φορές. Δικά μας, τῶν δικῶν μας. Ἄλλοτε φανερά κι ἄλλοτε κρυφά. Καί στούς σεισμούς, στίς ἀρρώστιες, στίς συμφορές, στις ἀνομβρίες, στούς κατατρεγμούς, στίς ποικίλες ἀνάγκες, ποῦ ἀλλοῦ να καταφύγουν «οἱ ἐν περιστάσει», παρά στήν πονετική Μητέρα τοῦ Θεοῦ; Ἄλλοτε πάλι πόθοι καί σχέδια, πού συχνά χτυπᾶνε πάνω στή σκληρή πραγματικότητα καί γίνονται κομμάτια. Ἀκόμη ἐκεῖνοι ἀντιμετωπίζουν ἄλυτα προβλήματα στή ζωή. ’Εκεῖνοι πού τούς απέλπισαν οἱ ἄνθρωποι…

Ὅλοι αὐτοί ἔχουν μία καί μοναδική βοήθεια: Τόν Σωτήρα Χριστό καί την Παναγία Μητέρα Του. «Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω, λοιπόν, καί σωθήσομαι;» Σέ ἐξαιρετικές περιστάσεις μάλιστα. Ὅταν γενικώτερα δεινά μαστίζουν το νησί, οἱ Λευκαδίτες κατεβάζουν στήν πόλη τήν Ἁγία Εἰκόνα τῆς Φανερωμένης. Πάνδημη, συγκινητική ἡ ὑποδοχή Της. Γονατιστή ἡ πόλη ὅλη μπροστά στή Θεομήτορα. Καί δέεται. Καί περιμένει ὁ κόσμος ὅλος «νά κάνει ἡ Κυρά τό θαῦμα Της».

«Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς».

Πόσα –πράγματι, πόσα!– θαυματουργικά γεγονότα δέν ἀναφέρονται διά μέσου τῶν αἰώνων! Ἡ «Ἀκολουθία τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωμένης» ἐξιστορεῖ τά θαύματα αὐτά. Τά διηγοῦνται οἱ Λευκαδίτες μέ συγκίνηση. «Οὐδείς προστρέχων ἐπί Σοί κατησχυμμένος ἀπό Σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνή Παρθένε Θεοτόκε. Ἀλλ’ αἰτεῖται τήν χάριν καί λαμβάνει τό δώρημα…». Γι’ αὐτό καί δέν σταματοῦν νά Τήν ἐπισκέπτονται κάθε ἡμέρα. Ἄλλοι θερμά νά Τήν ἐπικαλεστοῦν καί ἄλλοι ὁλόψυχα νά Τήν εὐχαριστήσουν. Γιά την αἴσια ἔκβαση τῶν ὑποθέσεών τους.

Τό πιστεύουν αὐτό ἀπόλυτα οἱ Λευκαδίτες. Μά κι ἄν δέν περάσουν οἱ δοκιμασίες; Ἄν συνεχιστοῦν οἱ πίκρες στή ζωή; «Σάν νἄχαν ποτέ τελειωμό τά πάθια καί οἱ καημοί τοῦ κόσμου!» (Παπαδιαμάντης). Ἄ! Ἀρκεῖ ὅτι τά ξέρει ’Εκείνη. Ἀρκεῖ πού ἡ πονετική ματιά τῆς «Δακρυρροούσης» φάνηκε πώς μᾶς συμπόνεσε. Ἀλήθεια! Σαν δακρυσμένη δέν ἔδειχνε, ὅταν Τῆς ἐξιστορούσαμε τούς πόνους μας και τούς κινδύνους πού μᾶς περιζώνουν; Καταφυγή στή Φανερωμένη! Δέηση! Γεννιέται μιά ἐλπίδα. «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σέ ἀνατίθημι…». Εἶσαι, Δέσποινά μου, ἡ μία καί ἡ μόνη μου ἐλπίδα.

Τελειώνοντας τήν παράκληση πρός τήν Θεοτόκο, ξέρεις πιά, πώς Κάποιος στέκεται στό πλευρό σου. Ἀδιάφορο πότε καί τί ἀπάντηση θα δώσει στή δέησή σου. Σύ μπορεῖς ἀπό ’δῶ καί πέρα –κι ἀφοῦ ἀκούμπησες τήν καρδιά σου στά χέρια τῆς Παναγίας–, μπορεῖς ν’ ἀγωνίζεσαι με αἰσιοδοξία καί θάρρος. Γιά τόν ἑαυτό σου. Γιά τους ἄλλους. Γιά τόν Ἄνθρωπο. Πού ξεπάγιασε στό ξεροβόρι τῆς μοναξιᾶς, τῆς απάτης… Πού γυρεύει νά θερμάνει τά στερνά του ὄνειρα… Πού ἀργοπεθαίνει συχνά δίπλα σου, ζητιανεύοντας ἐλπίδα καί χαρά.

«Ἐν τῇ Μονῇ Σου, Παρθένε, πόθῳ προστρέχοντες καί προσκυνοῦντες

τήν θαυμαστήν Σου εἰκόνα, μετ᾽εὐλαβείας ἀντλοῦμεν τάς χάριτας.

Καί δι᾽αυτῆς ἔκ τε σεισμοῦ, λιμοῦ, λοιμοῦ,

αὐχμοῦ καί νόσων, ταῖς πρεσβείαις Σου σωζόμεθα».

«Μ᾽ἀστείρευτη ἀγάπη

στήν καρδιά,

γύριζε ἀνάλαφρα κι ἄκουσε τήν προσευχή μας.

Κι ὅταν ὁ πόνος μας δέν ειἶχε γιατρειά,

τότες -χαροκαμένη Μάνα-ἔκλαιγες μαζί μας».

Η Ιερά Μονή Φανερωμένης στα νεώτερα χρόνια

«Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά τοῦ κόσμου.

Τ’ ἅγιο Σου χέρι δός μου

γιά ν’ ἀνέβω στό βράχο Σου!»

Ἡ τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση κοσμεῖ  μέ ξεχωριστή αἴγλη τήν ἱστορία

τοῦ ἱεροῦ χώρου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας Πεφανερωμένης. Ἡ ἵδρυσή της

ἀνάγεται στούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ὅταν μέ τόν πρῶτο «εὐκτήριο οἲκο»

ξεκινᾶ τή διαδρομή της ἡ Ἐκκλησία τῆς Λευκάδος.

Στό διάβα τῶν αἰώνων συμπορεύεται μέ τίς δοκιμασίες, τίς συμφορές καί τά

μεγαλεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τίς προσπάθειες νά ἐπιβιώσει ἀπό ἀλλόθρησκους καί

ἀλλόδοξους κατακτητές καί καταστροφές πού κατά καιρούς προκαλοῦνταν στό

χῶρο τῆς Μονῆς.

Ἀπό τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ περασμένου αἰώνα ἡ Μονή διανύει μία νέα

περίοδο ἀναβίωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της ρόλου. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης

κυρός Νικηφόρος, προσδοκώντας στή δημιουργία μιᾶς πνευματικῆς ἑστίας,

βασισμένης στή ὀρθόδοξη μοναστική βιοτή, εὐλογοῦσε καί ἐνθάρρυνε τίς κατά

καιρούς προσπάθειες κληρικῶν καί λαϊκῶν γιά τή φροντίδα καί τή στήριξη τῆς

Μονῆς.

Συγκεκριμένα, ἔχοντας ὀργανώσει τήν ἐκ περιτροπῆς διακονία τῶν ἐφημεριακῶν

ἀναγκῶν ἀπό ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως ἐπεδίωξε τή συνεχῆ τέλεση τῶν

ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν καί τήν ἱερή ὑποχρέωση τῆς ἐξυπηρέτησης τῶν

προσκυνητῶν. Παράλληλα μέ τή μέριμνα γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν πνευματικῶν

ἀναγκῶν τῆς Μονῆς ὑπῆρξε ἔντονο τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν διαφύλαξη καί

συντήρηση τῶν χώρων καί τῆς περιουσία της, ἔργο πού ἀνέθετε σέ μισθωτούς

φύλακες, οἱ ὁποῖοι διέμεναν μόνιμα στό Μοναστήρι.

Φύλακες κατά τά τελευταία ἒτη ἦταν ὁ μπάρμπα Ἀποστόλης καί ἡ θειά Γιάννα,

ἀξιαγάπητοι καί σεβάσμιοι γέροντες ἀπό τά Ἀσπρογερακάτα, οἱ ὁποῖοι μέ ζῆλο καί

αὐταπάρνηση προσέφεραν μέχρι τήν ἔσχατη πνοή τους τίς ὑπηρεσίες τους στό

χῶρο καί τούς προσκυνητές. Ὡστόσο ἀξίζει ἰδιαίτερη μνεία στόν μπάρμπα Σπύρο

Μπόρσα τόν ψάλτη καί τόν μπάρμπα Κώστα Σκλαβενίτη (Κοκορδή), πού

πρόσφεραν ἁπλόχερα τίς φροντίδες τους στό μοναστήρι μέχρι τά βαθιά γεράματά

τους, ἀνηφορίζοντας πολλές φορές πεζά τό λόφο τῆς Κυρᾶς.

Ὁ Θεός καί ἡ Παναγία Μητέρα Του τό 1987 εὐδόκησαν νά ἐνδυθεῖ τό τῆς

Ἱερωσύνης ἔνδυμα ἀπό τόν πνευματικό του πατέρα κυρό Νικηφόρο Μητροπολίτη

Λευκάδος καὶ Ἰθάκης ὁ νῦν Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς π. Νικηφόρος

Ἄσπρογέρακας.

Τέθηκαν στόχοι καί προτεραιότητες καί μέ τή σύμφωνη γνώμη καί εὐλογία τοῦ

Ἐπισκόπου προγραμματίστηκε ἡ ἀνακαίνιση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ξεκίνησε ἕνας

ἀγώνας ἀνασύστασης τῆς Μονῆς μέ πολλές δυσκολίες καί πειρασμούς.

Προέκυπταν πολλά ἐμπόδια καί ἀντιξοότητες, οἰκονομικές ἐλλείψεις καί δοκιμασίες.

Ἢταν ἕνα ἔργο μεγαλόπνοο καί δυσεπίτευκτο στήν ὑλοποίησή του. Ἡ Κυρά

Φανερωμένη κατευόδωνε τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ οἴκου της καί φανέρωνε τήν

εὐλογία της μέ ἁπτά θαύματα.

Τό ἔτος 1988 ἡ Ἱερά Μονή εὐεργετεῖται ἀπροσδόκητα ἀπό τή μεγάλη δωρεά τῆς

μακαριστῆς Μαρίας Αἰγιαλείδου. Παράλληλα προστίθεται καί ἡ ἀφιλοκερδής

προσφορά τῆς ἀρχιτέκτονος μηχανικοῦ κᾶς Ἀθανασίας Λιάκου, ἡ ὁποία προσφέρει

συνεχῶς τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες της στήν Ἱερά Μονή.

Ἀρχίζει ἀπό τότε ἡ οἰκοδομική ἀναμόρφωση τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος μέ

τίς δωρεές τῶν θεοσεβῶν εὐεργετῶν, τίς προσφορές τῶν πιστῶν, τή συνεισφορά

τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας καί τή χρηστή διαχείριση καί ἀξιοποίηση τῶν

περιουσιακῶν στοιχείων τῆς Μονῆς.

Προτεραιότητα δόθηκε στή συντήρηση καί ἀνακαίνιση τοῦ Καθολικοῦ, τοῦ

ἱερότερου χώρου τῆς Μονῆς, στόν ὁποῖο φυλάσσεται ἡ Σεπτή Εἰκόνα τῆς

Παναγίας. Ὁ ναός διακοσμήθηκε μέ μεγάλες φορητές εἰκόνες καί τοιχογραφίες στά

πλαϊνά μέρη [κλίτη] καί στήν οὐρανία. Κατόπιν οἰκοδομήθηκε ἐκ νέου ἡ νέα

πτέρυγα πού ἀποτελεῖται ἀπό τά παρεκκλήσια τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου,

ὅπου φυλάσσονται τά Ἱερά λείψανα μαρτύρων καί ὁσίων της Ἐκκλησίας μας, καί

τοῦ ἁγίου Ραφαήλ τοῦ Ἰθακησίου, τό Δεσποτικό, τό Ἡγουμενεῖο, τά κελλιά, τό

συνοδικό, τή βιβλιοθήκη, τήν τράπεζα καί τούς βοηθητικούς χώρους της.

Στή συνέχεια ἀνακαινίστηκε ἡ ἂλλη πτέρυγα τοῦ παλαιοῦ Ἀρχονταρικίου, τῆς

ἐκθέσεως καί τοῦ ξενώνα. Ἰδιαίτερη φροντίδα, μέ ἔμφαση στά προυπάρχοντα

παραδοσιακά στοιχεῖα, ὑπῆρξε γιά τήν ἀναπαλαίωση τοῦ χώρου στόν ὁποῖο

στεγάζεται σήμερα τό Ἀρχονταρίκι, ὡς κατεξοχήν χώρου ὑποδοχῆς καί φιλοξενίας.

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κατασκευάστηκαν τό Ἁγιογραφεῖο καί τά ἐργαστήρια

παρασκευῆς κεριῶν καί λιβανιοῦ. Εὐπρεπίστηκε τό προαύλιο τῆς Μονῆς καί

ἐξωραΐστηκε ὁ περιβάλλων χῶρος.

Σημαντική προσθήκη στό κτηριακό συγκρότημα ἀποτελεῖ τό Μουσεῖο

Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης. Στεγάζεται σέ νεόδμητο κτίριο πού ἀποτελεῖται ἀπό δύο

ὀρόφους καί διασώζει σπουδαία κειμήλια ἀπό τή θρησκευτική παράδοση τοῦ

τόπου μας, προερχόμενα ἀπό ἐγκαταλελειμμένα μοναστήρια καί ναούς ἀλλά καί

δωρεές οἰκογενειῶν Λευκαδίων, καλύπτοντας ἕνα εὐρύ φάσμα ἀπό τόν 16ο αἰώνα

ἕως τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου . Θά πρέπει νά ἀναφέρουμε τήν καθοριστική

συμβολή τοῦ Ἱδρύματος Νιάρχου στήν συντήρηση τῶν κειμηλίων καί τῶν

Λευκαδιτῶν ἐπιχειρηματιῶν Σ. καί Ἰ. Σκλαβενίτη στή λειτουργία τοῦ Ἐκκλ.

Μουσείου. Ἐπίσης στόν ὑπόγειο χῶρο του στεγάζεται Ναυτικό Μουσεῖο, ὃπου

ἐκτίθεται ἡ συλλογή ὁμοιωμάτων πλοίων τοῦ κατασκευαστῆ καί δωρητή Θάνου

Μορίνα.

Μέ περισσή ἐπιμέλεια πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακαίνιση τοῦ Ἱεροῦ Μετοχίου τῆς

Ἀναλήψεως στό Φρύνι, τοῦ ναοῦ στό Ἱερό Μετόχι τῆς «Παναγίας στούς Κήπους»

στό Καλαμίτσι καί σέ συνεργασία μέ τό σύλλογο Ἠπειρωτῶν Νομοῦ Λευκάδος

ἱδρύθηκε τό μετόχι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πλησίον της Μονῆς.

Κατά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἔργων ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ φρόντισε ὥστε νά συναχθεῖ

σταδιακά ἡ ὑπάρχουσα ἀδερφότητα καί νά ἀναζωογονήσει τήν Ἱερά Μονή μέ τήν

δική της προσφορά. Συνεχίζουμε, ἔτσι, τή μακραίωνη μοναστική παράδοση τοῦ

Ἱεροῦ αὐτοῦ χώρου μέ ζωντανή μαρτυρία πίστης καί ἀφοσίωσης στίς ἐντολές τοῦ

Χριστοῦ. Ἀγωνιζόμαστε νά ἀναστήσουμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν προσευχή καί

τήν ἄσκηση, ἐπιδιώκοντας ταπεινά τήν κατά Χριστόν μεταμόρφωση, ὡς τήν

πεμπτουσία τῆς μοναστικῆς τελειότητος. Αὐτός, βεβαίως, εἶναι καί ὁ σκοπός ὅλου

αὐτοῦ του ἐγχειρήματος.

Παράλληλα, τηρώντας εὐλαβικά τό μοναστικό τυπικό, τελοῦνται οἱ προβλεπόμενες

ἱερές ἀκολουθίες μέ ἐπιστέγασμα τή Θεία Λειτουργία. Ἐδῶ καί 17 χρόνια κάθε

Τετάρτη βράδυ τελεῖται μικρή ἀγρυπνία στό Καθολικό της Μονῆς. Μέ ξεχωριστή

μεγαλοπρέπεια καί κατάνυξη τελοῦνται οἱ μεγάλες ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης,

ἰδιαίτερα ἡ πανήγυρις τῆς Κυρᾶς μας, τήν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀκόμα τό Μοναστήρι ἐπεδίωξε νά προσφέρει στήν οἰκοδομή τοῦ σώματος τῆς

Ἐκκλησίας μέ τήν διοργάνωση πνευματικῶν δραστηριοτήτων ὅπως τή σύγκληση

τοῦ Βιβλικοῦ Συνεδρίου τό 2004. Τοῦ 2ου Παλλευκαδιακοῦ συνεδρίου Λευκαδίων

Ἐπιστημόνων τό 2005, τοῦ 1ου Μοναστικοῦ Συνεδρίου τό 2003, καί τήν

διοργάνωση καί τοῦ 2ου Μοναστικοῦ Συνεδρίου τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2012.

Τον Μάϊο τοῦ 2011 συνδιοργανώθηκε μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη Λευκάδος ἡ τελετή

τῆς ὑποδοχῆς τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Γεωργίου τοῦ Καρσλίδη, τά ὁποία

δωρήθηκαν στή Μονή ἀπό τήν Μητρόπολη Δράμας καί τήν Ἱερά Μονή Σίψας.

Μέλημά τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι καί ἡ, κατά τό δυνατόν, προσφορά ὑλικῆς καί ἠθικῆς

συμπαράστασης τῆς Μονῆς στούς ἄπορους συμπατριῶτες μας καί ἰδιαίτερη ἡ

μέριμνά μας γιά τούς νέους, πού μέ ἄγαπη καί ἐμπιστοσύνη προστρέχουν στήν

προστασία τῆς Παναγίας. Ἐπιπλέον λειτουργοῦν κάθε καλοκαίρι, μέ δαπάνη τοῦ

Μοναστηριοῦ, νεανικές κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως σέ μιά

προσπάθεια νά ἐμφυσήσουμε στίς εὔπλαστες καί ἄδολες ψυχές τῶν παιδιῶν τό

μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου γιά νά γίνει ὁδηγός στήν πορεία τῆς ζωῆς τους.

Ἄρρηκτα συνδεδεμένη εἶναι ἡ ζωή τῆς Μονῆς μέ τό σύνολο τῆς τοπικῆς κοινωνίας,

ἡ ὁποία καταφεύγει στή Σκέπη τῆς Κυρᾶς γιά νά ἀναζητήσει παρηγοριά καί ἐλπίδα.

Ἔτσι πολλοί Λευκαδίτες καί πιστοί τῶν γειτονικῶν περιοχῶν, θέλοντας νά

ἐκφράσουν τήν εὐλάβεια καί τήν εὐγνωμοσύνη τους, ἵδρυσαν, τό ἔτος 2009,

Σωματεῖο Φίλων της Ἱερᾶς Μονῆς καί μέ σεβασμό καί ἀγάπη συνδράμουν τή

μοναστική ἀδερφότητα στό δύσκολο ἔργο τῆς διακονίας της.

Ὁλοκληρώνοντας τό ὁδοιπορικό μας στήν πορεία τῆς Μονῆς κατά τίς τελευταῖες

δεκαετίες ταπεινά προσφεύγουμε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν μεγάλη μας Μάνα,

τήν σκέπη καί καταφυγή τῶν Λευκαδίων, τήν Φανερωμένη μας καί τήν

παρακαλοῦμε καί Τήν ἱκετεύουμε θερμά νά σκέπει καί νά κατευοδώνει τό

Μοναστήρι μας, τό νησί μας. Ἀπ΄ἐδῶ ψηλά πού βρίσκεται καί στέκεται στό θρονί

της, νά μᾶς συγκρατεῖ ὃλους μας στούς πειρασμούς καί στούς κλυδωνισμούς,

ὅπως ὅλα αὐτά τά χρόνια, νά ἐνισχύει καί νά προστατεύει τήν ἀδερφότητα μας, τό

μικρό ποίμνιον πού μᾶς ἒταξε ἐδῶ, ἂν καί ἀνάξιοι νά διακονοῦμαι, νά ἀποτελεῖ

φάρο ζωῆς, στήριγμα καί παρηγοριά ἰδιαιτέρως στίς μέρες μας γιά τόν

δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο τῆς ταραγμένης ἐποχῆς μας.

Προηγούμενο άρθροΚυκλοφόρησε το νέο φύλλο της εφημερίδας “Τα Νέα της Λευκάδας”
Επόμενο άρθροΕπιδείνωση του καιρού με βροχές και καταιγίδες