Αρχική Lefkada's Secrets Στο νησί του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού

Στο νησί του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού

0

lefkaditissa-nyfi-smallΠαρακάτω δημοσιεύουμε το άρθρο του Ανδρέα  Καραντώνη ο οποίος επισκέπτονταν την Λευκάδα την περίοδο που λάμβαναν χώρα οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης, οι οποίες τότε θεωρούνταν από τις σπουδαιότερες πολιτιστικές δράσεις της Ελλάδας.

Το συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο μας έστειλε η κ. Χαρά Παπαδάτου, δημοσιεύτηκε στο δέκατο τεύχος του περιοδικού “ΗΩΣ” που πλέον τα τεύχη του είναι συλλεκτικά,  τον Ιανουάριο του 1961.

Ο Ανδρέας Καραντώνης (1910-1982)  ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής.  Το 1923 εγκαταστάθηκε στην   Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς όμως να μπορέσει να την ολοκληρώσει. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα σε ηλικία 17 ετών, με τη δημοσίευση ποιημάτων στη  Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού.  Αργότερα ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία (διευθυντής του περιοδικού   “Νέα Γράμματα” το 1935) και την κριτική. Επί 25 χρόνια συνεργάστηκε με το ΕΙΡ , όπου παρουσίαζε ραδιοφωνικές εκπομπές κριτικού περιεχομένου. Δημοσίευσε πολλές μελέτες, ανάμεσα στις οποίες και εκείνες για τον Παλαμά καί τον Σεφέρη. Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει μεταφράσεις Γάλλων κυρίως συγγραφέων.(Πηγή:Βικιπαίδεια).

Επί της ευκαιρίας, καλούμε όσους από τους αναγνώστες μας, διαθέτουν παλιό υλικό σχετικό με την Λευκάδα όπως φωτογραφίες, κείμενα κ.α. μπορούν να μας τα στέλνουν, με σκοπό την δημιουργία μιας ξεχωριστής στήλης στην ιστοσελίδα μας στην οποία θα βρίσκονται όλα συγκεντρωμένα.

Τα στοιχεία επικοινωνίας με την ιστοσελίδα μας μπορείτε να τα βρείτε [εδώ].

Στο νησί του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού

agios-nikitas-smallΕτούτο το φθινοπωρινό πρωί, γλυκός ο ήλιος πλημμυρίζει την πλατεία. Κάθε τόσο, από τα γύρω δρομάκια, τα καντούνια, ξεπροβάλλουν και περνάν άνθρωποι του λαού, κρατώντας κάτω από τις μασχάλες τους μεγάλα πουλιά σκοτωμένα στο κυνήγι. Μεγάλα πουλιά με γκρίζες φτερούγες, κάτι σαν αγριόπαπιες. “Λούφες” τις λεν εδώ, κι όπως μας είπαν, το κρέας τους είναι ακόμα σκληρό. Μαλακώνει σαν αρχίζουν οι βροχές. Όμως είναι παράξενο να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους με τις τραγιάσκες, κρατώντας, δύο-δύο, τις σκοτωμένες λούφες, που διασταυρώνουμε στην πλατεία, σκύβοντας το κεφάλι τους σα βαρυμένοι από θλίψη άγνωστη. Και σκέφτομαι πως θα μου άρεσε να λέγονταν αυτός ο χώρος εδώ: “Πλατεία των σκοτωμένων πουλιών”.  

Άλλωστε, τόσο πολύ πάνε οι ποιητικές ονομασίες σε τούτο το νησί με τις τόσες φυσικές και ανθρώπινες χάρες, που ζει κάτω από τις ιερατικές σκιές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού. Του πρώτου το σπίτι, σε μια πάροδο αγοράς, επιβλητικό, φρουριακό, σπίτι παληών αρχόντων, σκοτεινό και κλειστό, σαν τη δόξα του ποιητή. Του δεύτερου, σπίτι μικρό και άσημο, δε θυμίζει τίποτε από την πνοή και τον θριαμβευτικό λυρισμό του “Αλαφροΐσκιωτου”. Μα αν θέλετε τον Σικελιανό, μάταια θα τον γυρέψετε σε κλειστούς χώρους, όσοι λαμπροί κι αν είναι. Θα τον βρείτε ολόβολο και αυτούσιο, στους πυκνούς, βαθειούς, πανάρχαιους ελαιώνες και στ΄ απέραντα, πλατειά, χρυσαμμουδένια ακρογιάλια της Λευκάδας. Από κει ξεπήδησε το χοϊκό πνεύμα της μεγάλης του ποίησης κι εκεί πλανιέται αιώνια. Φυσιοκρατικό, φυσιολατρικό είναι και το πνεύμα του Βαλαωρίτη. Από τη γη της Λευκάδας αναβρύζει κι αυτό. Μα βυθίζει περισσότερο τις ρίζες του στην ψυχή του χωριάτη, είναι ποτισμένο από τον ιδρώτα των ξωμάχων και το αίμα των αγωνιστών. Ένα Θεό είχε ο Βαλαωρίτης, την Πατρίδα. Του Σικελιανού, ο Θεός, ήταν η ζωή παρμένη στην πιο πλατειά της αίσθηση, ταυτισμένη απόλυτα με τη φύση – με τη φύση όπως την είδαμε ένα δειλινό από τη μονή της Φανερωμένης. Κάτωθέ μας απέραντος ο ελαιώνας με τις ψηλές, χοντρές εληές, μαυροπρασίνιζε κυματιστά και θυσανωτά ως εκεί που άρχιζε το απέραντο κα σμαραγδένιο Ιόνιο. Και δεν μας ήταν δύσκολο να φανταστούμε τον έφηβο Σικελιανό, να διαβαίνει μεσ΄ από τον ελαιώνα, και να φτάνει στο “γιαλό με τα γελάδια”, έτοιμος να δοθεί αθλητικά και πασίχαρα στα πλατειά κύματα του πελάγους.

Φαντάζομαι πως διάφορες πρέπει να ΄ναι οι αντιδράσεις εκείνων που πρωτοβλέπουν την πόλη της Λευκάδας. Όσοι κατέχονται από τυραννικά δόγματα διαφόρων αισθητικών τύπων πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής, θ΄ απογοητευθούν. Δε θα βρουν εδώ τίποτε το “νησιώτικο” όπως τα ξέρουν από τα νησιά του Σαρωνικού, του Αιγαίου, από τις Βόρειες Σποράδες, από τις Κυκλάδες. Δε θα βρουν επίσης τίποτε το “κλασσικό” ή το “νεοκλασσικό”. Δε θα βρουν επίσης τίποτε το “φανερά και αντικειμενικά όμορφο”, όπως λέμε π.χ. “η αττική ομορφιά”. Αν μείνει ως εκεί η αντίδραση τους θα φύγουν ασυμφιλίωτοι με την πόλη της Λευκάδας. Μα όσοι δεν τυραννιούνται από αισθητικά δόγματα και μουσειακές ή σχηματικές αξίες, όσοι είναι έτοιμοι να δεχτούν την ποίηση σε κάθε στιγμή, απροσδόκητα από κάθε μεριά και με κάθε μορφή και ιδιορρυθμία – ακόμα και με επιφανειακή τερατομορφία – θα γοητευθούν από τη Λευκάδα. Η πόλη αυτή, η χτισμένη επίπεδα δίπλα σε μια λιμνοθάλασσα που συνορεύει μαγικά με το απέραντο πέλαγος, όσο πρόχειρα κι αν έχει στηθεί, και κυρίως με το τραγικό μέλημα ν΄ αντιμετωπίζει άφοβα τους σεισμούς, αυτούς τους σεισμούς που ρήμαξαν τελευταία το Ιόνιο, είναι ένα γοητευτικό κράμα γερασμένου ρωμαντισμού, εμπρεσσιονισμού και κινηματογραφικού νεορρεαλισμού. Τα άφθονα στοιχεία μιας, τυπικά ρωμαϊκής φτώχιας -φτώχιας που συχνά γίνεται μιζέρια- το πρόχειρο, το απροσδόκητα ακαλαίσθητο σμίγουν με πινελιές άκρας γραφικότητας και συγχωνεύονται σ΄ ένα σύνολο εικόνων όπου το γκρίζο, το μολυβί, το ψαρρί και το κοκκινόμαυρο χρώμα, κάνουν ολόκληρη τη Λευκάδα να μοιάζει με παραμορφωμένη φωτογραφία βόρειας λιμναίας πολιτείας. Τούτο κατά κύριο λόγο, χρωστιέται στην ολόγυρα λιμνοθάλασσα και στο γεγονός πως όλα τα σπίτια είναι καμωμένα – για τους σεισμούς – από ξύλο και λαμαρίνα. Η λαμαρίνα, επενδύει το ξύλο – και για να μη φαίνεται λαμαρίνα, τη βάφουν με λογής χρωματικούς συνδυασμούς. Όπου επικρατεί κάποια έμφυτη καλαισθησία – ή υπάρχει οικονομική άνεση – τα σπίτια έχουν και κομψότητα και χάρη. Τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα, βρίσκουν απόδοση. Συνήθως όμως, πάνω από τα κομψά αυτά σπίτια ξεπετιούνται οι όγκοι τετράγωνων ή μακρόστενων κατασκευών – ιδιόρρυθμες, αλήθεια, πολυκατοικίες παλαιού τύπου – χωρισμένων σε πολλά μικρά διαμερίσματα που για να ξεχωρίζουν τό ΄να απ΄ τ΄ άλλο, είναι βαμένα το καθένα με διαφορετικό χρώμα. Στέγες επικλινείς και κεραμιδοσκέπαστες σχηματίζουν ψηλά, στην πρόσοψη, αετώματα, που έχουν την ποίηση της βόρειας αρχιτεκτονικής. Πόρτες φρουριακές, τεράστιες, ανοίγουν σε παληές, μουχλιασμένες αυλές. Μακρόστενα ξύλινα μπαλκόνια, σαν εξαρθρωμένα. Στα πιο παληά και στα πιο φτωχά σπίτια, ο χρόνος έχει σκεβρώσει τα δοκάρια τους, το σκελετό τους, έχει στραγγουλίσει τις ξεβαμένες λαμαρίνες, κι έτσι όπως το ένα στέκεται δίπλα κι αντίκρυ στ΄ άλλο, μέσα στα στενά, σιωπηλά καντούνια, στάζουν μελαγχολικά εκείνη την ποίηση την ανείπωτη των ξεχαρβαλωμένων οικοδομών που σα να ΄ναι ψυχές μετουσιωμένες σε ανθρώπινα κατασκευάσματα, περιμένουν να ξεψυχίσουν. Μα δεν ξεψυχούν. Μένουν εκεί, σκεβρές φυλακές του χρόνου, του χρόνου που τα έχει διαποτίσει καλά, μέσα κι έξω. Οπτικούς ρεμβασμούς, θα λέγαμε τα σπίτια αυτά. Πόση ωραία θλίψη για λογαριασμό τους και για λογαριασμό μας, νοιώθουμε καθώς, βραδάκι, περνάμε από τα καντούνια. Την υποβλητική σιγαλιά των καντουνιών, την κόβει εδώ κι εκεί το διακριτικό ψιθύρισμα του νερού που τρέχει από την παληά, μαρμαρένια κρήνη της γειτονιάς. Κι αν υπάρχουν κι άλλοι ήχοι που ν΄ ακούγονται, άλλοι δεν είναι παρά μια κούφια μουσική από ξύλα που χτυπιούνται με σφυριά, που τρυπιούνται με καρφιά, που πριονίζονται, που δένονται το ένα με το άλλο, σε σκελετούς νέων σπιτιών. Παντού βλέπει κανείς να ξεπροβάλλουν στον αέρα, σαν συνθέσεις οστών, νέες τέτοιες οικοδομές. Η μουσική της πόλης της Λευκάδας, είναι ξύλινη, πνιχτή – μουσική μαραγκούδικη – εδώ τα σπίτια δεν χτίζουνται, σκαρώνουνται σαν καράβια.

1_0005-copy-small

Τι πιο φυσικό να ΄ναι κάτι σαν καράβια τα σπίτια εδώ, αφού τούτη η παράξενη πόλη, απλώνεται νωχελικά δίπλα στη λιμνοθάλασσα. Η μυστηριακή ποίηση της λιμνοθάλασσας, συμπληρώνει τον εμπρεσσιονισμό της Λευκάδας. Μισοκοιμάται αυτή η θάλασσα ακουμπώντας στους δυο μώλους που συγκλίνουν προς τον μακρύτατο λιμενοβραχίονα που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα από το πέλαγος και που πάει σχεδόν ν΄ ακουμπήσει απέναντι τη γη της Ακαρνανίας. Τα νερά της λιμνοθάλασσας ρηχά, γιομάτα βούρκο, φύκια, βούρλα και παχειά ψάρια. Το πρωί καθρεφτίζονται ως το βάθος της, με τέτοιον τρόπο μολυβένιο, τα απέναντι βουνά της Ακαρνανίας κι οι μακρυνές, χαμηλές ξέρες με κάποια σπιτάκια και με κάποια δένδρα, που τη χωρίζουν από το πέλαγος. Το βραδάκι από τις πρώτες ώρες του δειλινού, η λιμνοθάλασσα μεταμορφώνεται σ΄ ένα βασίλειο απόλυτης γαλήνης, και πυκνότατης σιωπής! Η ακίνητη επιφάνειά της, απλή στο μάτι, σαν αέρινο έλασμα από μολύβι που το αχνοκοκκινίζουν οι αχτίδες του ήλιου, καθώς πάει να βασιλέψει.

vasiliki-small

Χαμηλές καλαμωτές χωρίζουν τη λιμνοθάλασσα σε ιδιόχτητα βιβάρια. Στις όχθες της, στο μώλο, κοιμούνται σαν για πάντα παληά σαρακωφαγωμένα μονόξυλα, με τα κουπιά τους καρφωμένα στα ρηχά και πυκνά νερά. Πιο πέρα, στην άκρη του μώλου πάντα, πάντα ξυπόλυτα παιδιά με καμάκια στα χέρια, ακίνητα σαν αγαλμάτινες συνθέσεις αλιευτικής ζωής παραμονεύουν το πέρασμα κανενός κέφαλου για να τον καμακώσουν. Αυτή η αμίλητη λιμνοθάλασσα, η φαινομενικά νεκρή, ζει από μια εντονώτατη υποβρύχια ζωή. Από τη ζωή των ψαριών. Στέκεσαι στο μώλο, όλα είναι ακίνητα και σιωπηλά μέσα στην κόκκινη άχνα του ήλιου που βασιλεύει, νομίζεις πως δεν ακούς παρά μόνο τους παλμούς της καρδιάς σου, όταν άξαφνα σου χτυπά την ακοή ένας παράξενος μικροθόρυβος, κάτι σαν γοργό και σπασμωδικό σκίρτημα, σα φτεράκιασμα. Είναι τα ψάρια που σπαρταράν από ζωή μέσα στο στοιχείο τους, πριν σπαρταρήσουν από θάνατο τρυπημένα από τα καμάκια των ψαράδων. Κι ενώ είσαι μακάρια ναρκωμένος από τη γαλήνη της λιμνοθάλασσας, ξυπνάς με το θόρυβο των ψαριών για να ρίξεις μια φορά τη ματιά σου στον απέραντο θαλασσινόν ορίζοντα που ξετυλίγεται πέρα από τα όρια της ρήχης. Μαγικές οπτικές απάτες κάνουν ώστε κατά τη δύση να φαίνονται όλα πιο καθαρά, πιο διάφανα και πιο μεγάλα. Φανταστικά μεγάλα. Εκείνες οι εληές, αντίκρυ, στη χαμηλώτατη, λευκή ξέρα της Γύρας, μοιάζουν να φυτρώνουν ολόϊσια μέσα από το πέλαγος και να φτάνουν αβίαστα στον ολόφωτο ουρανό. Κι αυτός ο άνθρωπος που περπατά μόνος στον πανέρημο αυτή την ώρα μώλο, ενώ είναι ένας συνηθισμένος στο ανάστημα άνθρωπος, μου φαίνεται γίγαντας σωστός. Έτσι να κάνει το χέρι του, θα αγγίξει τον ήλιο, χωρίς να ΄χει ασκηθεί στην αστροναυτική. Φαίνεται πως ο άνθρωπος κι όλα τα πλάσματα και τα πράγματα του κόσμου τούτου μεγαλώνουν απίστευτα μέσα στη μοναξιά και στο φως όταν πάει να βασιλέψει. Ώρες που αγαπήσαμε στη Λευκάδα.

Από το μακρύ ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού της κυρά-Άννας Αραβανή που βλέπει προς τη λιμνοθάλασσα, προσπαθώ να σωριάσω μέσα μου ολοένα και περισσότερη ποίηση απ΄ αυτήν που τόσο ιδιόρρυθμα χαρακτηρίζει τη Λευκάδα. Κάτω και πέρα, σωρός από ανισοϋψείς στέγες φορτωμένες κεραμίδια. Κεραμίδια, που έχουν πάρει όλα τα χρώματα. Κόκκινο, βυσσινιά, κιτρινωπά, ξεθωριασμένα, γκρίζα, μαυριδερά. Τα κεραμίδια αυτά, συνθέτουν εν απέραντο πολύπλοκο όστρακο ενός τέρατος κάτω από τον χλωμό ουρανό. Κληματαριές, γαζίες, γιασεμιά αντιπαραθέτουν την πρασινάδα τους στην κοκκινωπή θλίψη των κεραμιδιών και στο μολυβένιο χρώμα των σπιτιών. Απέναντι στην άκρη ενός ψηλού Ακαρνανικού βουνού που έχει φορέσει κι αυτό τα μολυβιά του, πήγε κι ακούμπησε με τη μύτη του ένα σύγνεφο, διάφεγγα μολυβένιο κι αυτό. Πρόσεξα πως το είχα δει και χτες και προχτές, την ίδια ώρα, στην ίδια θέση με το ίδιο σχήμα. Μας λένε πως υπάρχει πάρα πολύ το τυχαίο ανάμεσα στους αναλλοίωτους νόμους της φύσης – όμως πόσο είναι παρήγορο να συλλογιζόμαστε, πώς αν όχι όλα τα σύγνεφα τουλάχιστον μερικά, έχουν τη λογική τους, τις επιθυμίες τους και τις συνήθειες τους. Βραδιάζει, δεν ακούω κελαϊδίσματα πουλιών μέσα από τις πρασινωπές φυλλωσιές των αυλών. Ξάφνου, σύντομα “κρα-κρα”, σκίζουν τον αγέρα. Ένα μεγάλο κοπάδι από μικρά πουλιά, περνάν χαμηλά, ξυστά πάνω από τις μελαγχολικές στέγες. Είναι κάργες. Μήπως είναι οι κάργες του Καρυωτάκη, μήπως μας έρχονται από τη γειτονική Πρέβεζα για να αντιπαραθέσουν με τα θλιβερά τους κραξίματα το σκοτεινό μήνυμα του πικρού ποιητή στους παιάνες της χαράς που τόνισε ο Σικελιανός μέσα στους ιερατικούς ελαιώνες του νησιού του; Όλα έχουν τη θέση τους κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όλα βρίσκουν μια στιγμή που συναρμονίζονται χωρίς να χάνουν την τοπικότητά τους. Αυτές οι στιγμές είναι που δίνουν στην ποίηση όλο το νόημα. Κάποιο μακρυνό ρολόι της πόλης, σημαίνει την ώρα. Νύχτωσε. Η απέναντι μου τσίγκινη πολυκατοικία με το γδαρμένο πρόσωπο το δακρυοβρεμένο, μαύρισε ολότελα. Ώρα για τον πίσω-μώλο από την άλλη μεριά της λιμνοθάλασσας. Πόσο θ΄ αγαπούσε τις ταβερνούλες του ο Πορφύρας – αυτές της ταβερνούλες που δεν δίνουν παρά μονάχα κρασί στους ναυτικούς, ενώ τα μικρά σκάφη τους που κάνουν τη συγκοινωνία με τα γύρω νησάκια, σκάφη ξεθωριασμένα και της δουλειάς κοιμούνται στα στεκάμενα νερά, δίπλα στα βούρλα και στα καλάμια που γέρνουν κι αυτά, σαν κουρασμένα, συνθέτοντας με τα γύρω μια υποβλητικώτατη νυχτερινή θαλασσσογραφία. Τραβώντας προς τα κει στεκόμαστε για λίγο μπροστά στην αρρενωπή προτομή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στην ομώνυμη πλατεία, που κοιτάζει κι αυτή προς τα νερά του δίαυλου. Μαρμαρωμένος ο ρωμαντικός ραψωδός χαίρεται τώρα τη γαλήνη, ερευνώντας τα νυχτερινά θαλάσσια σκοτάδια -αυτός που όλη τη ζωή ήταν ένας παλμός αγάπης και μια ρυθμική τρικυμία.

Προηγούμενο άρθροΣαρώνουν στα social τα σκίτσα για το νέο φόρο στον καφέ
Επόμενο άρθροΈναρξη των εγγραφών και των μαθημάτων στο Παλεστρίνειο Ωδείο