Αρχική Top Stories Το μοναστήρι της Παναγίας – «Στην Κυρά Φανερωμένη μας»

Το μοναστήρι της Παναγίας – «Στην Κυρά Φανερωμένη μας»

0

Το μοναστήρι της Παναγίας – «Στην Κυρά Φανερωμένη μας»

Του Σωτήρη Κων. Κάτσενου, Δημοσιογράφου

Ένα οδοιπορικό «Στην Κυρά Φανερωμένη μας», γεμάτο θύμησες και νοσταλγίες!

«Στην άχραντον εικόνα Σου
τα χείλη ολόθερμα ακουμπάμε,
οι δύσκολες σαν έρχονται στιγμές.
Άνοιγε πάντα το στρατί,
Για να περνάμε…».

Και οι στιγμές που περνάμε, σαν λαός και σαν χώρα «Κυρά Φανερωμένη» μας, είναι μεγάλες και ενίοτε ανυπέρβλητες! Γι’ αυτό προστρέχουμε προς Σε Θεοτόκο – «πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον». Γι’ αυτό και ο κόσμος όλος, από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του πλανήτη ολόκληρου – εν μέσω πανδημίας – με ευλάβεια θα προσκυνήσει αυτές τις μέρες αλλά και πάντοτε – τη σεπτή Σου Εικόνα – «Κυρά Φανερωμένη» μας!
Γυρίζω του νου μου και τις θύμησες, χρόνια πίσω. Τότε, που μαθητής στο Δημοτικό και αργότερα στο Γυμνάσιο, τέτοιες γιορτινές και άγιες ημέρες, το προσκύνημα στο Μοναστήρι της Φανερωμένης, στην ετήσια εορτή Της, αλλά κι όλο το χρόνο, αποτελούσε πραγματική ιεροτελεστία! Τότε, που μικρά παιδιά, μαζί με τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς μας, ξεκινούσαμε από τον Κάβαλο, ποδαρόδρομο ή καβάλα στ’ άλογα οι μεγαλύτεροι, για να φτάσουμε στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Τότε, που δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα κι άλλα μέσα μεταφοράς και χαιρόμαστε τη φύση, περιδιαβαίνοντας τον «Βάραγγα», το «Στρογγυλό», φτάνοντας στον Άγιο Γεώργιο, λίγο πριν καταλήξουμε στα «Πηγάδια», στους «Τσουκαλάδες». Τότε, που χαράματα στολίζαμε με τα «καβαλοσκούτια» τ’ άλογα και τα γαϊδουράκια, φορτωμένα με τα παραδοσιακά υφαντά «σακούλια» και με τα τάματα στ’ όνομα της Μεγαλόχαρης. Τότε, που όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, διανύαμε όλη αυτή τη διαδρομή – πάνω από πέντε (5) χιλιόμετρα – με τα παπούτσια στο χέρι, αλλά με βαθιά πίστη προς Τη Φανερωμένη μας, που οδηγούσε τα βήματά μας στο φιλόξενο Μοναστήρι της.
Περπατώντας, αρκετές ώρες, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, γεμάτα από μυτερές πέτρες, από μάζες κι ασφακιές, απ’ αγκάθια και τριβόλια, για να εκπληρώσουμε το τάμα μας στη Μεγαλόχαρη και να προσευχηθούμε μπροστά στη σεπτή Της εικόνα. Πολλοί συγχωριανοί μου, πρόσφεραν στη Μεγαλόχαρη διάφορα τάματα, όπως, ρούχα, κεντήματα, καντήλια ακόμα και τα χρυσαφικά τους όταν κάτι δυσάρεστο είχε περάσει κάποιος δικός του άνθρωπος και η Κυρά Φανερωμένη μας τον έκανε καλά, τον γιάτρευε. Τότε, που το προσκύνημα στην «Χάρη Της» κρατούσε σχεδόν μια βδομάδα. Τότε, που στον αυλόγυρο της Φανερωμένης, στρωματσάδα, παρακολουθούσαμε με απόλυτη ευλάβεια και πλήρη κατάνυξη τις ιερές ολονυχτίες! Τότε, που οι ψυχές απελευθερωμένες απ’ τα γήινα και τις καθημερινές σκοτούρες της ζωής, παραδίδονταν σε προσευχές και δοξολογίες! Όταν φτάναμε κουρασμένοι από τον ποδαρόδρομο, ο μακαρίτης ο μπάρμπα Αποστόλης και η μακαρίτισσα η θεια Γιάννα, απ’ τα Ασπρογερακάτα, μας καλοδεχόντουσαν και μας «τράταραν» με λουκούμι και δροσερό νερό σε κρυστάλλινο ποτήρι. Με δροσερό νερό, από τις γεμάτες «βαρέλες», που βρίσκονταν πάνω στα πεζούλια των κελιών. Μια εικόνα, που έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Με τον μπάρμπα Αποστόλη, με τη μάλλινη φανέλα και τη λευκαδίτικη σκούφια. Και τη θεια Γιάννα, με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά. Δυο υπέροχοι και ευγενικοί άνθρωποι!
Μετά το καθιερωμένο «τρατάρισμα» και τις πρώτες ανάσες ξεκούρασης, καθόμασταν κάτω απ’ το καμπαναριό της Μεγαλόχαρης ή κάτω από τον πυκνό ίσκιο των πεύκων, συντροφιά με το κελάηδισμα των πουλιών, δίπλα στις πικροδάφνες και στα λουλούδια του αυλόγυρου του Μοναστηριού, αγναντεύοντας τον Άη Γιάννη. Συντροφιά, με τον παφλασμό της θάλασσας που μας συνέπαιρνε και μας «έσβηνε» μονομιάς την κούραση. Έχοντας στα πόδια μας, την πόλη της Λευκάδας. την λιμνοθάλασσα, τη Γύρα, τους Μύλους, τον Άη Γιάννη και το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου! Και φυσικά, όταν άρχιζαν να χτυπάνε οι καμπάνες του Μοναστηριού, το δάκρυ μας, πήγαινε «κορόμηλο»! Αυτός ο ήχος της καμπάνας του Μοναστηριού, έμελλε πολλά χρόνια αργότερα, να μου ξυπνήσει τα ίδια και ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα νοσταλγίας και συγκίνησης.
Ήταν, τότε, αρχές της δεκαετίας του 1990, με τον ερχομό της ελεύθερης ραδιοφωνίας όπου μέσα από τη φιλόξενη συχνότητα του Antenna Satellite και Antenna Pacific και τις εκπομπές με τίτλο : «Άχ! Ελλάδα, σ’ αγαπώ», και «Στο χειροκρότημα», όπου είχα την επιμέλεια και την παρουσίαση για πολλά χρόνια και με την απλόχερη βοήθεια του συγχωριανού μου και συντοπίτη μας Άξιου Πρωτοπρεσβύτερου, Πατέρα Γεράσιμου Ζαμπέλη, μεταφέραμε τον εσπερινό «Της Κυράς Φανερωμένης μας» στους Έλληνες της Ομογένειας, στους Συνέλληνες της Αμερικής του Καναδά και της Αυστραλίας. Με την ευκαιρία αυτή, τον ευχαριστώ από καρδιάς για μια ακόμη φορά για την πολύτιμη βοήθεια του. Ήταν τότε, λοιπόν, που από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής και του μικροφώνου, άκουσα τους Λευκαδίτες της Ομογένειας, να μου λένε με τρεμάμενη φωνή, ότι αυτό τον ήχο της καμπάνας, είχαν να τον ακούσουν από μικρά παιδιά. Τότε, που έφευγαν στη ξενιτιά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, το συγκινητικό τηλεφώνημα του συμπατριώτη μας, Κώστα Σταματέλου από τους Τσουκαλάδες – αλλά και πολλών άλλων ακόμα συμπατριωτών μας – όταν κλαίγοντας μου είπε, ότι έχει ν’ ακούσει αυτόν τον ήχο της καμπάνας της Μεγαλόχαρης, πάνω από τριάντα (30) χρόνια! Από τότε, που πήγαινε με τα πόδια στο γυμνάσιο στη Λευκάδα κι αργότερα έφευγε για μια καλύτερη τύχη στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στιγμές ανείπωτης συγκίνησης και αέναης νοσταλγίας.
Άνοιγε, λοιπόν το στρατί, «Κυρά Φανερωμένη» Μας! Γιατί το κάλυψαν τα σύννεφα της φτώχειας, της ανέχειας και της ανημπόριας! Ενός λαού, που μάχεται να ορθοποδήσει από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Που παλεύει να σταθεί όρθιος! Που ψάχνει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Που έχει πίστη και ξέρει να μάχεται. Που με τη δική Σου βοήθεια, βγαίνει πάντα νικητής.
«Εν τη Μονή Σου, Παρθένε, πόθω προστρέχοντες και προσκυνούντες την θαυμαστήν Σου εικόνα, Μετ’ ευλαβείας αντλούμεν τας χάριτας».
Χρόνια πολλά, σε όλους μας και η «Προστάτιδά μας, η Κυρά Φανερωμένη μας», να μας προσέχει και να μας έχει όλους καλά, όπου κι αν είμαστε, όπου κι αν βρισκόμαστε!

Λευκαδίτες και Φανερωμένη
(αποσπάσματα από το βιβλίο του μακαριστού π. Απόστολου Ζαβιτσάνου
«Στης Παναγιάς το Μοναστήρι»)

Στης Παναγιάς το Μοναστήρι ακουμπάει η ψυχή του λευκαδίτικου λαού. Ο καθένας έχει κάτι να προσφέρει, κάτι ν’ αφήσει, κάτι να ζητήσει απ’ τη μεγάλη μητέρα. Ο ένας δάκρυα, ο άλλος στεναγμούς, η άλλη ευχαριστίες, παρακλήσεις, δεήσεις, ικεσίες, για κάθε περίσταση της ζωή.
«Προς τίνα καταφύγω άλλην, Αγνή; Που προσφύγω λοιπόν και σωθήσομαι;» λέγει με πόνο ο εξόριστος αυτοκράτορας, ποιητής του μεγάλου παρακλητικού κανόνα.
Στον ιερό χώρο του μοναστηριού της, τον εξαγιασμένο με τα δάκρυα και τις μετάνοιες των μοναχών, καταφεύγει η ψυχή του Λευκαδίτη και της Λευκαδίτισσας, για να εκδηλώσει με τις πολλές της μετάνοιες ό,τι δεν δύναται με λόγια να πει. Η ψυχή του λευκαδίτικου λαού αισθάνεται πάντοτε ευγνωμοσύνη προς την Παναγία μητέρα του θεού, τη μεσίτρια του κόσμου, την αιτία όλων των αγαθών που ο μονάκριβος Υιός της, με δική της δέηση στους ανθρώπους παρέχει. Γι αυτό και σε κάθε περίσταση της όχι μόνο να ζητήσει τη χάρη Της, αλλά και να ευχαριστήσει για τη δωρεά δεν παραλείπει.

Κι ο Λευκαδίτης θυμάται… Θυμάται ο φτωχός ψαράς της πόλης τότε που ο δυνατός αγέρας, το μπουρίνι, κόντεψε να τσακίσει το βαρκάκι του στο μουράγιο σαν γύριζε από το δούλεψή του. Έστρεψε ο ψαράς τα μάτια του στον Ιερό βράχο μες από το πέλαγος ψελλίζοντας: Φανερωμένη μου, μη μ αφήσεις να χαθώ. Κι έγινε αμέσως γαλήνη.
Θυμάται ο βιοπαλαιστής που τρέχει με το αυτοκίνητο για τον επιούσιο, τη στιγμή που του κόπηκε το φρένο κι ενώ ήταν έτοιμος να πάει στο βράχο, μια δύναμη του ακινητοποίησε το όχημα. Τρομαγμένος βγήκε να ιδεί ποιος ήταν, μα δεν είδε κανέναν. – Ω Φανερωμένη μου, είπε, μ έσωσες ακόμα μια φορά.
Θυμάται ο άρρωστος, που έντρομοι οι γιατροί μετά τη διαπίστωση της φοβερής αρρώστιας του, τον έστειλαν στο χειρουργείο με λίγες ελπίδες ζωής. Έτρεξε τότε η γυναίκα του στο μοναστήρι με δάκρυα θερμά για παράκληση στην Παναγία να σώσει τον άντρα της. Και ώ του θαύματος! Μετά την εγχείριση και την βιοψία, βγήκε αρνητικό το αποτέλεσμα του όγκου και χαίρεται τώρα τη ζωή και την οικογένειά του.
Θυμάται ο φοιτητής που με όλη την φιλότιμη προσπάθειά του δεν μπόρεσε να περάσει τα μαθήματά του κι είχε θολώσει το μυαλό του από τη μελέτη. Γονάτισε τότε το παλληκάρι μια βραδιά σ΄ολόθερμη προσευχή προς τη Φανερωμένη, σαν τον Ιωάννη της Κροστάνδης και, ώ των μεγαλείων Σου, Κύριε1 Αισθάνθηκε κάποιο χέρι να του τραβάει το πέπλο από το σκοτισμένο νου, να ξεθολώσει το μυαλό και να τελειώσει από τότε με άνεση το πανεπιστήμιο.
Θυμάται η φτωχή μητέρα όταν στις αρχές του αιώνα μας που αυτοκίνητα δεν υπήρχαν στα χωριά, ούτε ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, και πήρε απ’ το χέρι το οχτάχρονο αγόρι της να ‘ρθει στην Παναγία. Κι ανεβαίνοντας στο Μοναστήρι το ανήσυχο και ζωηρό παιδάκι της ξέφυγε από το χέρι στο βράχο κι έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Το παιδάκι απ’ τη μέση του γκρεμού φώναζε κι εκείνο: – Μην κλαίς, μάνα, μια γυναίκα με κρατάει. Και σε λίγο έτρεξαν οι περαστικοί και με κόπο τράβηξαν το παιδάκι από το βράχο. «Γλυκειά μου φανερωμένη, μου τόσωσες», είπε με ανακούφιση.
Κι ο Λευκαδίτης εξακολουθεί να θυμάται… να θυμάται… και να φέρνει στο νου του πάντα την αγία της μορφή!
Ακόμα και οι πιο αδιάφοροι θρησκευτικώς τα όνομά της θα προφέρουν στη δύσκολη ώρα.

Όσοι επισκέπτονταν τότε το μοναστήρι συχνά, θα κρατάνε ακόμα θαρρώ την εικόνα του τοπίου, έξω από την παλιά μάντρα που τόσο σήμερα έχει αλλάξει. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πεύκα ούτε πρασινάδες, ούτε η καινούργια πελεκητή πύλη με την εκατέρωθεν αρμολογημένη τοιχοποιία, ούτε κτίσματα, ούτε ευρύχωροι δρόμοι. Ένας ελεύθερος ξερότοπος με δυο τρεις ρίζες ελιές, γεμάτος πέτρες ριζωμένες βαθειά στο έδαφος, ασφάκες, γρυπάρια και κοντοπύρναρα. Εδώ συχνά έπαιζαν κυνηγητό οι γάτες με τα φίδια.
Από τη σημερινή είσοδο δίπλα στην κουζίνα απ’ έξω, ξεκινούσε μια πλατιά λιθιά που χώριζε ένα μικρό επίπεδο μέρος με λίγο χώμα και δυο τρεις μυγδαλιές. Ήταν ο μικρός κήπος του μοναστηριού. Όλα τούτα δεν υπάρχουν σήμερα. Υπήρχαν έως τα 1989, που άλλαξε εντελώς η μορφή αυτού του χώρου. Εκεί σε κείνη τη λιθιά απίθωσε την κούνια η θλιμμένη μητέρα για να ξεκουραστεί και να ρίξει μια ματιά στο αναμμένο ακόμα πρόσωπο του παιδιού της.
Έστρεψε το βλέμμα της προς την εκκλησία και με βουρκωμένα μάτια παρακάλεσε την μεγάλη μητέρα να την λυπηθεί.
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τα μασημένα πνιχτά λόγια της και τα τρεμάμενα χείλη της σώπασαν.
Μια πανώρια αιθέρια ύπαρξη λευκοντυμένη πλησίασε την κούνια του παιδιού της κι άγγιξε το αναμμένο του προσωπάκι. Μα πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη και να συνέλθει από την έκσταση, χάθηκε με μιας από μπροστά της.
-Ω Παναγιά μου, ω γλυκιά μου Παρθένα! Σ’ ευχαριστώ. Για πάντα θα σ’ ευγνωμονώ. Έριξε μια ματιά στο παιδί της κι εκείνο ευδιάθετο χαμογελούσε. Το θαύμα είχε γίνει.
Πήρε πάλι την κούνια στο κεφάλι της η μητέρα και κατέβηκε να συναντήσει τον άντρα της για να πάνε στο γιατρό.
Η πρωινή αύρα δρόσιζε το πρόσωπό της και η εσωτερική ψυχική της ευχαρίστηση πλημμύριζε την ύπαρξή της.
Με την ανατολή του ηλίου συναντούσε τον Γιάννη στο μέρος που έμενε, μια πρόχειρη παράγκα, για να αναπαύεται από την καθημερινή του εργασία.
Το πρώτο που έκανε ο πατέρας ήταν να ξεσκεπάσει την κούνια να ιδεί την κατάσταση του παιδιού του. Ήσυχο σαν αγγελούδι κοιμόταν με τα χεράκια σφιγμένα και τα χείλη να σαλεύουν αποζητώντας το θηλασμό. Ήταν σχεδόν δυο μέρες νηστικό. Άπλωσε το ροζιασμένο του χέρι απ’ την ανάποδη στο μέτωπο του παιδιού να ιδεί αν είχε ακόμα πυρετό. Κι εκείνο ξύπνησε ευδιάθετο κι άρχισε να χαμογελά. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Λες και δεν είχε περάσει την προηγούμενη ημέρα η λαίλαπα του πυρετού από το τρυφερό σωματάκι του.
Διηγήθηκε στο Γιάννη η μητέρα ότι σταμάτησε τα χαράματα στο Μοναστήρι και η Κυρά Φανερωμένη άκουσε την προσευχή της και έσωσε το παιδί της. Σε λίγες ώρες το πήγαν στο γιατρό. Εκείνος διαπίστωσε ότι το παιδί ήταν υγιέστατο κι αμφέβαλε αν ήταν αληθινά όσα του διηγήθηκε η μητέρα του για το δυνατό πυρετό και τους σπασμούς του την προηγούμενη ημέρα. Για την επέμβαση της Παναγίας εκείνο το πρωί δεν είπε τίποτα. Μήπως και θα την πίστευε; Το πολύ πολύ να γελούσε ειρωνικά μαζί της αποδίδοντας το γεγονός στη φαντασία της ή το λιγότερο ότι έβλεπε όνειρο. Για την Κατερίνα όμως δεν ήταν όνειρο. Δεν ήταν αποτέλεσμα στομαχικής αδιαθεσίας. Η πονεμένη μάνα ήταν νηστική, ξαγρυπνισμένη στην κούνια του παιδιού της. Ποιας μάνας τα βλέφαρα κλείνουν τέτοιες ώρες;

Την προτελευταία ημέρα του Μαΐου συνέπεσε, είπαμε, εκείνη τη χρονιά, 1988, το πανηγύρι της Παναγίας. Στο Μοναστήρι βρισκόμαστε όλοι σχεδόν οι ιερείς της Λευκάδας και πολλοί ξένοι. Ὁ τωρινός Δεσπότης είχε φροντίσει για όλα με επιμέλεια. Το πιο σημαντικό είναι πού ύστερα από είκοσι χρόνια από τότε πού ὁ τελευταίος ηγούμενος κοιμήθηκε και θάφτηκε στο μοναστήρι, τοποθέτησε το νέο ηγούμενο πού είναι ἡ ψυχή του μοναστηριού.
Από τότε ένας άνεμος δημιουργίας πνέει στο μοναστήρι. Να το πούμε συγχρονισμός; Δεν ξέρω αν αποδίδει σωστά ἡ λέξη αυτή όσα ὁ νέος ηγούμενος με τη χάρη του Θεού και την ευλογία του Δεσπότη καθημερινά μας παρουσιάζει.
Βιβλιοθήκη, κελιά, ξενώνες, ευπρεπισμός του προαυλίου χώρου, πελεκητή αριστουργηματική περίφραξη, υποδειγματική καθαριότητα. Αλλά προπάντων καθημερινή παρουσία ιερωμένου πού η άδολη καρδιά και το γλυκό χαμόγελο σε σκλαβώνει.
Λαβαίναμε μέρος στην ολονύχτια παράκληση χάριν όσων αγρυπνούσαν. Και ήταν πάντα γεμάτη όλη τη νύχτα η εκκλησία από την παρουσία ξαγρυπνισμένων και προσευχομένων ψυχών.
Η ώρα περνούσε γλυκά. Η μέρα νίκαε τη νύχτα. Ήρεμα φωτοχάραζε πάλι στην πλάση. Η αυλή του Μοναστηριού αντιδονούσε από τα βήματα των προσκυνητών. Η πρωινή σιγαλιά σχιζότανε σιγά – σιγά ώσπου να γεμίσει η ημέρα με τις χαρούμενες φωνές, τα πολυχρονέματα και τα χαμόγελα που κουβαλάνε οι άνθρωποι στην γιορτερή ημέρα της Παναγίας. Η ταπεινή ψαλμωδία του Μεσονυκτικού ξέφευγε από την πόρτα της Εκκλησίας μες στην πρωινή σιγαλιά.
Μέσα σε κείνο το σύθαμπο βγήκα λίγο έξω από το προαύλιο ν’ αναπνεύσω τη δροσιά του πεύκου. Προχώρησα αριστερά προς τη λιθιά, που είπαμε δεν υπάρχει σήμερα. Κοντά στην πεζούλα της ελιάς, καθισμένη σε μια πέτρα κι ακουμπισμένη στη λιθιά, βρισκόταν μια γριούλα χωριάτισσα με το μαντήλι κατεβασμένο χαμηλά.
-Καλημέρα, γιαγιά, της είπα. Σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε με κάποια αγωνία. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Το πρόσωπό της ροδοκόκκινο, έδειχνε πως ήταν πολλές ώρες σκυμμένο στην κρύα πέτρα. Με όλα τα γηρατειά της φαινόταν μια ψυχή γεμάτη δυναμισμό και αποφασιστικότητα.
-Σου συμβαίνει τίποτα, γιαγιά; Θέλεις καμία βοήθεια; Την ξαναρώτησα.
-Όχι, μου απάντησε. Σήμερα δεν μου συμβαίνει τίποτα. Κάθισε όμως να σου πω τι μου συνέβηκε σε τούτη τη θέση.
Άκουσα προσεκτικά όλη την ιστορία της. Ολόκληρη τη ζωή της. Σαν να την είχε γραμμένη στο χαρτί. Όλους τους καημούς και τα βάσανα της κατοχής. Και τέλος την ακράδαντη πίστη της στη χάρτη της Παναγίας.
-Σαράντα χρόνια, γιε μου, έρχομαι εδώ στο μοναστήρι χαράματα στο πανηγύρι να ευχαριστήσω την Παναγία. Μια χάρη σου ζητάω. Όσα σου είπα να τα γράψεις, γιε μου, να μάθει ο κόσμος για την Παναγία μς, να την προσκυνάει και να την δοξάζει όπως την αξίζει.
Δεν ξέρω αν αυτά που μου είπε ήταν όλα αληθινά. Δεν γνωρίζω αν όσα άκουσα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ένα μόνο διέκρινα μέσα σε τούτη την γερασμένη Λευκαδίτικη ψυχή. Τη λαχτάρα και την αγάπη της για την Παναγία.
Η μέρα άνοιξε ολόλαμπρη. Οι προσκυνητές μπουλούκια άρχισαν να μπαίνουν στο προαύλιο. Τα αυτοκίνητα ξεφόρτωναν. Σηκώθηκα να πάω ν’ αναλάβω την υπηρεσία μου. Τη χαιρέτησα και την καθησύχασα λέγοντας:
-Θα τα γράψω, θεία Κατερίνα. Θα τα γράψω όλα όπως μου τα είπες. Και κράτησα την υπόσχεσή μου!

 

Πηγή : «Τα Νέα της Λευκάδας»

 

Προηγούμενο άρθροΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ   Ελένη Φουρλάνου και Κωνσταντίνος Φουρλάνος! Δυο εξαιρετικά ταλαντούχα παιδιά, παιδιά της Λευκάδας  
Επόμενο άρθροΠροσκυνούμε τη Χάρη σου