Αρχική Top Stories Βλέποντας μια “Καρυάτιδα” έμεινα “στήλη άλατος” ! 

Βλέποντας μια “Καρυάτιδα” έμεινα “στήλη άλατος” ! 

0

Γράφει ο Κώστας Σκλαβενίτης

Λέμε πολλές φορές για τα ανέμελα παιδικά χρόνια στο χωριό. Όντως ήταν ανέμελα αλλά για τα περισσότερα παιδιά ήταν και κοπιαστικά. Η νιότη όμως είχε την δύναμη και τα ξεπερνούσε όλα, τη φτώχεια, τη κούραση και γενικά τις κακές συνθήκες διαβίωσης.
Από μικρό παιδί θυμάμαι πως έπρεπε να κάνουμε κι εμείς κάτι ώστε να βοηθήσουμε τους μεγάλους που κόπιαζαν καθημερινά στα χωράφια ή τη θάλασσα.
Το χειμώνα λόγω του σχολείου και των άσχημων καιρικών συνθηκών “την βγάζαμε καθαρή” που λέμε σήμερα. Τα καλοκαίρια όμως ήταν δύσκολα και μιλάω πάντα για το δικό μου χωριό την Κατούνα και το επίνειο της, τη Λυγιά στη Λευκάδα.
Μέχρι το 1970 ζούσαμε τους χειμώνες στο πατρικό μας σπίτι στην Κατούνα και τα καλοκαίρια κατεβαίναμε στη Λυγιά όπου κοιμόμασταν σε μια παράγκα φτιαγμένη από ψαθί. Μετά το 1970 φτιάξαμε σπίτι στη Λυγιά όπου κατοικήσαμε μόνιμα.
Από την ηλικία των δέκα χρόνων μόλις τελείωνα το σχολείο τον Ιούνιο, ο πατέρας μου, ψαράς στο επάγγελμα με έπαιρνε αμέσως για βοηθό σε ένα μονόξυλο που είχε τότε τη “Γαλάτεια”.
Ψαράδες γρι γρι στη Λυγιά όπου βλέπουμε πως μικρά παιδιά εργάζονται σ αυτό το δύσκολο επάγγελμα. Διακρίνονται μεταξύ άλλων οι Αποστόλης Λογοθέτης, Θοδωρής Λάζαρης, Βαγγέλης Καββαδάς και ο δεκατετράχρονος αδερφός μου Νίκος. Φωτογραφία του Fritz Berger
Ολόκληρο το καλοκαίρι κάθε πρωί ξυπνούσαμε χάραμα στις πέντε για να σηκώσουμε τα δίχτυα και γυρνούσαμε κατά τις οκτώ. Το απόγευμα φεύγαμε πάλι κατά τις πέντε να τα ρίξουμε και γυρνούσαμε προς το σούρουπο.
Στα δεκατέσσερα μου μόλις τελείωσα την Δευτέρα Γυμνασίου πήγα για δουλειά  στα καΐκια της Λυγιάς τα λεγόμενα γρι γρι που ψαρεύουν τη νύχτα. Το 1974 πήγα στον “Άγιο Δημήτριο” ιδιοκτησίας των αδερφών Γουρζή, το 1975 και 1976  στον “Καρμήλιο” ιδιοκτησίας των αδερφών Γεωργάκη.
Αυτό παρείχε ως δραστηριότητα το χωριό μας, αυτό επέλεξα κι εγώ για τρία συνεχόμενα καλοκαίρια.
Θυμάμαι πως με δικά μας χρήματα αγοράζαμε ρούχα για το χειμώνα,βιβλία των Αγγλικών τετράδια κλπ για το Γυμνάσιο από τον Παναθώμο ή τον Τσιρίμπαση.

Γυναίκες και άντρες ξυπόλητοι κουβαλούν το αλάτι με ζεμπίλια και τζετζερέδες μέσα από τα τηγάνια. Φωτογραφία της δεκαετίας του 60 από το Μουσείο Μπενάκη του Κώστα Μπαλάφα
Εναλλακτική για μεροκάματα εκείνη την εποχή υπήρχαν οι οικοδομές, τα σίδερα, οι εκφορτώσεις κυρίως τσιμέντων και οι αλυκές τον Αύγουστο.
Θα σταθώ στο τελευταίο διότι εργάστηκα στην εξόρυξη του αλατιού για περισσότερα χρήματα στις αλυκές Αλεξάνδρου το 1977 και το 1978 που βρίσκονταν βόρεια της Λυγιάς και ανατολικά των Καρυωτών(έκλεισαν οριστικά το 1990), όπου παλαιότερα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στα νιάτα τους είχαν δουλέψει και οι δύο γονείς μου.
Διευθυντής ήταν ο Παναγιώτης Βουκελάτος και επιτηρητής ο Παναγιώτης Σκιαδάς.

Την πρώτη χρονιά πήγα στο σκάψιμο του αλατιού στα “τηγάνια”(χώροι που γινόταν το αλάτι) με το τρίχαλο. Ήταν οκτάωρο το μεροκάματο με αμοιβή τριακόσιες πενήντα δραχμές. Οκτώ ώρες σκάψιμο πάνω σε ένα σκληρό λευκό στρώμα από αλάτι 6-7 εκατοστών όπου αντανακλούσαν οι αχτίδες του ήλιου και σε τύφλωναν. Έπρεπε κανονικά να φοράγαμε γυαλιά αλλά σχεδόν κανείς μας δεν είχε. Την τρίτη με τέταρτη ημέρα των περισσότερων δάκρυζαν τα μάτια. Πήγα στον οφθαλμίατρο, μου έδωσε κάποιες σταγόνες, πήρα κάτι ψευτογυαλιά και συνέχισα δέκα ημέρες ακόμη τη δουλειά χωρίς βέβαια να αποθεραπευτώ κι έτσι “έκλαψα όλα τα πεθαμένα μου” μέχρι να σκάψουμε όλο το αλάτι.

Την δεύτερη χρονιά επέλεξα να πάω στη μεταφορά του αλατιού, που γινότανε από τα τηγάνια προς τους μεγάλους σωρούς. Μια επίπονη εργασία όπου έπρεπε να βγάλεις το σκαμμένο αλάτι που είχαν φτιάξει οι εργάτες σε μικρούς σωρούς μέσα από τη λάσπη με καρότσι και να το μεταφέρεις στο μεγάλο σωρό ο οποίος στο τέλος σκεπαζόταν με κεραμίδια.
Κάθε σωρός αριθμούσε έξι έως επτά καρότσια. Τιμή σωρού εκείνη την εποχή, σαράντα δραχμές. Η εργασία αυτή ήταν κατ αποκοπή κι επειδή “το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη” δουλεύαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε.
Υπήρχε μάλιστα θυμάμαι ένα διάλειμμα τριάντα λεπτών κι αυτό το κάναμε δεκαπέντε.
Βγάζαμε τουλάχιστον είκοσι σωρούς που αντιστοιχούσαν σε οκτακόσιες δραχμές.
Σ αυτήν την “παιδική κατασκήνωση” μέσα στον ήλιο και τη λάσπη, γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι με τον Παναγιώτη Καούρα, ένα δεκαεφτάχρονο φτωχόπαιδο από την Πλαγιά Ακαρνανίας που άφησε τη στάνη και τα ζωντανά που είχαν οι γονείς του, για να βγάλει κι αυτός μερικές χιλιάδες δραχμές.
Αρκετές φορές κάναμε και “κόντρες” με τα καρότσια μέσα από τα τηγάνια με τη λάσπη και κατόπιν προς τα μεγάλα μαδέρια για το μεγάλο σωρό. Θυμάμαι πόσο βρώμικα γινότανε τα ρούχα μας από τη λάσπη τον ιδρώτα και πέφταμε στην θάλασσα για να καθαρίσουν και να δροσιστούμε συνάμα.

Φωτογραφία από τις Αλυκές Αλεξάνδρου του 1950 όπου εικονίζονται πολλοί Κατουνιώτες Αρχείο Αθανάσιου Καλού.
Ο Ηπειρώτης Κώστας Μπαλάφας που φωτογράφισε τις αλυκές Λευκάδας τις δεκαετίες 1950-1960 χαρακτήρισε τις γυναίκες που δούλευαν τότε “Καρυάτιδες σε κόντρα φως”, εμπνευσμένος από τις ακούραστες κορμοστασιές των γυναικών με τις μπαλωμένες παραδοσιακές φορεσιές, που ξυπόλητες μέσα στη λάσπη με την αρμύρα, κινούνταν επιδέξια με τα ζεμπίλια των τριάντα κιλών στο κεφάλι μέσα στις εκτυφλωτικές ακτίνες του ηλίου και το λιοπύρι του Αυγούστου.
(Ο “φωτογράφος της υπαίθρου” όπως τον αποκάλεσαν Κώστας Μπαλάφας δώρισε πλούσιο φωτογραφικό υλικό των αλυκών της Λευκάδας στο Μουσείο Μπενάκη)

Διαβάζοντας το κείμενο, περνούσαν από μπροστά μου φωτογραφίες με τους εργάτες και τις εργάτριες. Οι άντρες έσκαβαν και κατόπιν φόρτωναν το αλάτι μέσα σε ζεμπίλια πάνω στα κεφάλια των γυναικών, οι οποίες το μετέφεραν με τη σειρά τους έξω από τα τηγάνια δημιουργώντας τον μεγάλο σωρό. Αυτά μας τα είχανε περιγράψει οι γονείς μας αλλά δεν είχαμε την εικόνα….”την εικόνα που αντιστοιχεί με χίλιες λέξεις”!

Τότε σκέφτηκα πως όντως εγώ το 1977 και το 1978 πήγα σε παιδική κατασκήνωση διότι τουλάχιστον φορούσα παπούτσια και το καρότσι παρ ότι ήτανε δύσκολο να βγει απ το τηγάνι με τη λάσπη…δεν ήτανε ζεμπίλι στο κεφάλι!

Συνέχισα να διαβάζω το ενδιαφέρον θέμα ώσπου κάποια στιγμή έμεινα “στήλη άλατος”!
Αναγνώρισα σε μια φωτογραφία την μάνα μου σε νεαρή ηλικία φορτωμένη με ένα ζεμπίλι!
Τα συναισθήματα που ακολούθησαν δεν περιγράφονται με λόγια διότι η φωτογραφία αυτή ήταν άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή σε μένα.

Αφιερώνω το θέμα αυτό στους γονείς μου, που δούλεψαν σκληρά σε στεριά και θάλασσα κάτω από συνθήκες δύσκολες και επίπονες για να μεγαλώσουν τρία παιδιά.
Επίσης το αφιερώνω στον παλιό μου φίλο από τις Αλυκές Αλεξάνδρου και καθηγητή των παιδιών μου στο Α Λύκειο Λευκάδας, αείμνηστο Παναγιώτη Καούρα που έφυγε πρόωρα από την ζωή αφήνοντας ωστόσο την παρακαταθήκη του για το μέλλον, τα δυο καταπληκτικά του παιδιά, την Αθηνά και το Μανώλη απόφοιτους Ιατρικής Αθηνών από τον γάμο του με την Βούλα Σουλτανίδη.

Η μάνα μου Κατερίνα Γουρζή Σκλαβενίτη στο μέσον με το ζεμπίλι στο κεφάλι.Δίπλα με το ζεμπίλι 49 η μικρότερη αδερφή της Τασούλα Γουρζή Βλάχου. Φωτογραφία του 1960 από τις εκδόσεις Τσιρίμπαση “Αλισάχνη στα ίχνη της ζωής”
Προηγούμενο άρθροΔήμος Ακτίου – Βόνιτσας: Αυγουστιάτικες πολιτιστικές θερινές διαδρομές 2019
Επόμενο άρθροΘερινό Σινεμά κάτω από τα αστέρια