Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Γράμμα σ’ έναν όμηρο

Γράμμα σ’ έναν όμηρο

0
exiperi

exiperi

του Μιχάλη Μακρόπουλου

omiros-coverΣτον προηγούμενο 15ήμερο Αναγνώστη πρότεινα τρία βιβλία που στο σύνολο τους αριθμούν 3700 σελίδες, έτσι χάριν ισορροπίας εδώ θα μιλήσω για ένα βιβλίο μόλις 90 μικρών σελίδων, που η σχέση μου μαζί του είναι προσωπική. Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ είναι βέβαια γνωστός για τον Μικρό Πρίγκιπά του, εκτός όμως από τούτη την παιδική, αλλ’ όχι και τόσο παιδική, αγαπημένη του ιστορία, έχει γράψει μερικές από τις ομορφότερες, πιο ποιητικές, και φιλοσοφικά και νοηματικά βαθύτερες σελίδες που γράφτηκαν στα γαλλικά ανάμεσα στους δυο Παγκόσμιους Πολέμους και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου. Η Γη των ανθρώπων, το Ταχυδρομείο του Νότου, ο Πολεμικός πιλότος, η Νυχτερική πτήση, το Κάστρο, είναι όλα συγκλονιστικά. Βαθιά ουμανιστής, ο Εξυπερύ υμνεί τον άνθρωπο, υμνεί τη γνήσια κι ανυστερόβουλη φιλοπατρία (σ’ αντίθεση με τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό). Όλα του τα βιβλία τα διαπνέει ένα πνεύμα, θα έλεγα, «στοχαστικής περιπέτειας». Πετά παίζοντας συχνά τη ζωή του κορόνα γράμματα, γράφει, κι όπως ο ίδιος είπε «Το να πετάς και να γράφεις είναι ένα και το αυτό».

Το Γράμμα σ’ έναν όμηρο αρχικά γράφτηκε σαν πρόλογος και τελικά εκδόθηκε ανεξάρτητα το ’43. Είναι αφιερωμένο όλο στον Λεόν Βερτ, Εβραίο φίλο του Εξυπερύ, που ωστόσο πουθενά δεν κατονομάζεται για να μην κινδυνεύσει η ζωή του. Μικρό αλλά πυκνό σε νοήματα, με γραφή βαθύτατα ποιητική, διαβάζεται σαν μουσικό έργο όπου λέξεις αντικαθιστούν τις νότες, με τα μοτίβα της «φιλίας», της «καταδίκης της μισαλλοδοξίας», του «ύμνου στο ανθρώπινο πνεύμα», να επανέρχονται διαφορετικά ενορχηστρωμένα κάθε φορά. Ξεκινά από τη Λισαβόνα το ’40, που προσπαθεί να γραπωθεί από μια «ψευδαίσθηση ευτυχίας» ενώ τα σύννεφα του πολέμου σκιάζουν όλη την Ευρώπη. Παρουσιάζονται οι θλιβεροί πλούσιοι πρόσφυγες, που «φορούσαν βραδινό ένδυμα όπως άλλοτε. Πουλούσαν φιγούρα με τα μαργαριτάρια τους και τα πλαστρόν τους. Ο ένας καλούσε τον άλλον σε δείπνο, όπου θα ‘τρωγαν σαν κούκλες αραδιασμένες γύρω απ’ το τραπέζι, βουβοί. Ανάλογα με την περιουσία του ο καθείς, έπαιζε στη ρουλέτα ή στον μπακαρά. Πήγαινα πού και πού και τους παρακολουθούσα. Δεν τους έβλεπα ούτε μ’ αγανάχτηση ούτε με ειρωνεία, αλλά με μια αόριστη αγωνία. Την ίδια που αισθάνεται κανείς σ’ ένα ζωολογικό κήπο, όταν έχει αντίκρυ του τα τελευταία επιζώντα άτομα ενός εξαφανισμένου είδους. Στριμώχνονταν γύρω από τα τραπέζια, κοντά σ’ έναν αυστηρό κρουπιέρη, κι έβαζαν τα δυνατά τους να γευτούν την ελπίδα, την απόγνωση, το φόβο, το φθόνο, το αναγάλλιασμα. Σαν να ‘ταν ζωντανοί. Έπαιζαν περιουσίες που, εκείνη κιόλας τη στιγμή, ίσως, είχαν ήδη χάσει το νόημά τους. Πόνταραν λεφτά που δεν ίσχυαν, ίσως, πλέον. Η εγγύηση για την αξία του ρευστού μες στα χρηματοκιβώτιά τους, ήταν ίσως εργοστάσια που είχαν ήδη κατασχεθεί ή που η μοίρα τους ήταν να ισοπεδωθούν από βόμβες. Υπέγραφαν τις επιταγές τους στο Σείριο».

Στο δεύτερο μέρος ο Εξυπερύ μιλά για τα διαφορετικά είδη σιωπής στη Σαχάρα, όπου έζησε για τρία χρόνια, και σε τούτη τη σιωπή, που την αντιδιαστέλλει προς την κίβδηλη, πολύβουη Λισαβόνα, βρίσκει την ουσία της αληθινής φιλίας. Κι ύστερα, στο τρίτο μέρος, εξιστορείται ένα περιστατικό που ‘ναι και το κεντρικό, πιστεύω, όλου του βιβλίου. Ο Εξυπερύ κι ο Βερτ τρώγουν και πίνουν σ’ ένα εστιατόριο στις όχθες του Σον, και καλούν δυο ναυτικούς να καθίσουν μαζί τους. «Ο ένας ναυτικός ήταν Ολλανδός. Ο άλλος ήταν Γερμανός. Αυτός εδώ είχε δραπετεύσει από το ναζιστικό καθεστώς, έχοντας κυνηγηθεί, εκεί, ως κομουνιστής, ή ως τροτσκιστής, ή ως καθολικός, ή ως Εβραίος. (Δε θυμάμαι, πια, υπό ποιαν ιδιότητα διώχθηκε ο άνθρωπος). Εκείνην εκεί όμως τη στιγμή, ο ναυτικός δεν ήταν μια ιδιότητα απλώς, αλλά κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Μόνον το περιεχόμενο μετρούσε. Η πάστα του ανθρώπου. Ήταν, απλώς, ένας φίλος». Όλη η ουσία, για τον Εξυπερύ, είναι στο χαμόγελο των ναυτικών, της σερβιτόρας, και το τονίζει αυτό αφηγούμενος παρακάτω, στο τέταρτο μέρος, ένα περιστατικό που του ‘τυχε στον Εμφύλιο στη Ισπανία, και πώς τον έσωσε ένα χαμόγελο.

«H περίθαλψη των αρρώστων, το καλωσόρισμα των εκδιωγμένων, ώς και η ίδια η συγχώρεση, αξίζουν μόνο χάρη στο χαμόγελο που φωτίζει τη γιορτή. Μέσ’ απ’ το χαμόγελο, σμίγουμε πέρα από γλώσσες, τάξεις, παρατάξεις. Είμαστε οι πιστοί της ίδιας Εκκλησίας, ο καθείς με τις συνήθειές του κι εγώ με τις δικές μου» γράφει ο Εξυπερύ.

Και παρακάτω: «Σεβασμός προς τον άνθρωπο! Σεβασμός προς τον άνθρωπο!… Να η λυδία λίθος!»

Να πώς συνοψίζει μεστά ο Εξυπερύ την αξία της φιλίας, που ‘ναι και η ουσία του ανθρώπου: «Σε ευγνωμονώ που με δέχεσαι όπως είμαι. Τι να τον κάνω ένα φίλο που θα μ’ έκρινε; Όταν υποδέχομαι ένα φίλο στο τραπέζι μου, τον προσκαλώ να καθίσει, αν είναι κουτσός, και δεν του ζητώ να χορέψει».

Σε εποχές μισαλλοδοξίας και φανατισμού, αυτό το μικρό κείμενο είναι ένα αληθινό βάλσαμο.

(Γράμμα σ’ έναν όμηρο του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Πατάκη, 2011)

(Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας)

 

Προηγούμενο άρθροΔιορισμός ιδιαίτερου γραμματέα Δημάρχου Λευκάδας
Επόμενο άρθροΑνέλαβε τον Τηλυκράτη ο Σαββίδης