Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Ο Νoματάρχης “Μιας ταραγμένης εποχής”

Ο Νoματάρχης “Μιας ταραγμένης εποχής”

0
dekaetia40

dekaetia40

Από τον Ανδρέα Σταύρακα

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ

Ο ΝOΜΑΤΑΡΧΗΣ « ΜΙΑΣ ΤΑΡΑΓΜΕΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ »

Στη δεκαετία του σαράντα ,η κατάρα του εικοστού αιώνα με τη σύγκρουση των δύο θυμάτων, ήταν στο αποκορύφωμά της .Οι χωροφύλακες δεν είχαν τη συμπάθεια των περισσοτέρων πολιτών όπως σήμερα . Αν και ήταν οι πιο πολύ παιδιά από φτωχές οικογένειες και με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις , που τα χρησιμοποιούσαν οι μικροί και κοντόφθαλμοι άνθρωποι της εξουσίας , για την ως άνω σύγκρουση .

Ο νωματάρχης του χωριού , ένα κοντόπλατο ανθρωπάκι , το άδειο του κεφάλι σκαριασμένο ασύμμετρα στο κοντόχοντρο σβέρκο του ,το μουστάκι του κίτρινο και καψαλισμένο από το τσιγάρο που το κάπνιζε ως το τέλος .

Η μύτη του ήταν υγρή σαν του λαγωνικού για να οσφρίζεται εύκολα τα θύματα του ,που ήταν πάντα «αντιφρονούντες »

Το πρόσωπο του και τα μάτια του κόκκινα από το αλκοόλ που κατέβαζε σελέμικα ,σε όποιο μαγαζί τύχαινε να μπει και τα βράδια στο μαγαζάκι του Δήμου κατέβαζε τον αγλέουρα .Ούζο τσίπουρο κονιάκ ,με στραγάλια ή ρεβίθια ,ή ότι άλλο έβρισκε , έριχνε στο πρησμένο του στομάχι .Και τα μεσάνυχτα δίχως ποτέ να πληρώνει ,έφευγε τρικλίζοντας πήγαινε και έπεφτε στο κρεβάτι σαν γύφτικο σκεπάρνι ,όπως παραπονιόνταν η γυναίκα του στη γειτονιά .

Η γυναίκα του νωματάρχη , η κυρία Πηνελόπη μια πληθωρική αλλά νόστιμη γυναίκα .Τότε ήταν της μόδας οι παχουλές και άσπρες γυναίκες . Την πρώτη του Μάρτη έβαζαν στο χέρι πάνω από την παλάμη τυλιγμένες πολύχρωμες κλωστές,, για να μην τις μαυρίζει ο ήλιος το καλοκαίρι .Δεν ήταν όπως τώρα που αφού τρώνε τον αγλέουρα , πάνε στα κέντρα αδυνατίσματος και γίνονται πετσί και κόκαλο. Ύστερα κάθονται στον ήλιο με τις ώρες και γίνονται σαν ψημένα Πασχαλιάτικα αρνιά .

Φορούσε ρούχα ευρωπαϊκά «ιδιομορφία για την εποχή εκείνη» αφού οι γυναίκες του χωριού φορούσαν τα παραδοσιακά ρούχα, που ήταν ντυμένες από το κεφάλι ως τα πόδια .Φαίνονταν μόνο οι αστράγαλοι τα δύο χέρια και τα μάτια να βλέπουν για μην σκοντάφτουν .

Η κυρία Πηνελόπη ήταν από κάποιο χωριό της Ακαρνανίας . Είχε παντρευτεί πριν δέκα περίπου χρόνια τον νωματάρχη , αλλά δεν έκαναν παιδιά και την αιτία την χρέωνε στον άντρα της , που τον κουτσομπόλευε , γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι , γιατί δεν είχε με τι να ασχοληθεί ,αφού και τα άπλυτα ρούχα τα έδινε στις γειτόνισσες όταν έκαναν πουγάδα και της τα έπλεναν.

Όταν οι γειτόνισσες δεν είχαν δουλειές του ποδαριού, κάθονταν στις αυλές και κεντούσαν ή έπλεκαν ,ή έγνεθαν τα μαλλιά για την προίκα των κοριτσιών. Η κυρία Πηνελόπη πήγαινε και κάθονταν , ειδικά το καλοκαίρι με την πολύ ζέστη και διάβαζε με τα λίγα γράμματα που ήξερε ,κάποιο βιβλίο όταν τύχαινε να βρουν ,γιατί δύσκολα κυκλοφορούσαν τότε βιβλία .Όπως « ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα » , « ο Αιμίλιος και η Ερμιόνη », « η γέφυρα των στεναγμών », «ο λήσταρχος Νταβέλης » ,« η Μαρία η Πενταγιώτισα », « η Ωραία του Πέραν » και άλλα που δανείζονταν , από τους παραθεριστές που ήταν πολλοί τότε στην Καρυά .

Η κυρία Πηνελόπη απορροφημένη από το διάβασμα και από τη πολύ ζέστη ,δεν πρόσεχε πως τα ελκυστικά της απόκρυφα μέλη σκαντάλιζαν τους διαβάτες που έριχναν με βουλιμία τα βλέμματα τους .

Κ’ εμείς τα παιδιά όταν παίζαμε εκεί κοντά μας άρεσε να βλέπουμε αυτό το « θέαμα » ,αν και οι μανάδες που δεν θέλουν να πιστέψουν πως τα παιδιά τους μεγαλώνουν ,μας θεωρούσαν μικρά και δεν έβλεπαν πως είχαν αρχίσει να χνουδιάζουν τα φανερά και τα απόκρυφα μέλη μας. Αφού μας έλεγαν πώς οι γυναίκες γεννούσαν τα παιδιά από το γόνατο «κούνια που τις κούναγε »δεν ήταν όπως τώρα που πάνε να βάλουν πρακτική σεξουαλική εκπαίδευση στα σχολεία.

Εμείς δεκατριάχρονα παιδιά δεν αφήναμε κουβέντα χωρίς να την αναλύσομε και τα κουτσομπολιά της κυρά Πηνελόπης που έλεγε για τον άντρα της . Πως πέφτει στο κρεβάτι σαν βολιός και αρχίζει να ροχαλίζει και πως στερείται η καψερή το υπέροχο εκείνο μεγαλείο που κάνει ένα ζευγάρι .Δεν τα αφήναμε ασχολίαστα όταν καθόμαστε σε κάποιο απόγονο , η όταν βόσκαμε τις γίδες .

Όλα τούτα τα ακούγαμε και τα βλέπαμε και όταν παίζαμε την σκλίτζα μίτζα ,πετάγαμε τη βέργα κοντά στην κυρά Πηνελόπη για να ακούμε και να βλέπομε καλυτέρα τα αυτονόητα. Και αφού οι μανάδες μας δεν υποπτεύονταν τίποτε, η φύση που δεν ξεχνάει ποτέ τις υποχρεώσεις της και τα κάνει όλα στην ώρα τους ,άρχισε να μας ερεθίζει τα απόκρυφα σημεία ,με τη γλυκύτατη εκείνη αίσθηση που αισθάνονται τα παιδιά ,όταν αρχίζουν να ανοίγουν οι πύλες προς την εφηβεία .

Έτσι και εμείς τα παιδιά όπως και οι μεγάλοι είχαμε διαμορφώσει μια κακή εικόνα ,με την αφέλεια της κυρά Πηνελόπης και με τα κατορθώματα του νωματάρχη .Αλλά δεν τολμούσε κανένας να το πει δυνατά ,μόνον ψιθυριστά, είχε ξαπλωθεί σαν τη γρίπη σε όλο το χωριό η ως άνω εικόνα .

Τότε στα χωριά δεν υπήρχαν οι άνοστες εισαγόμενες « διασκεδάσεις » που υπάρχουν σήμερα ,από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Μαζεύονταν ο κόσμος στην ωραία μας πλατεία ή στις γειτονιές και έλεγαν ωραίες ιστορίες και ωραία αστεία .Πολλοί είχαν το χάρισμα να φτιάνουν νόστιμες ιστορίες που και γέλιο έδιναν και αγνά μηνύματα περνούσαν στους νεότερους την δύστυχη εκείνη εποχή .

2

Ήταν μάλιστα πολλές οικογένειες που είχαν από παππού σε παππού αυτό το χάρισμα .Μία τέτοια οικογένεια ήταν η οικογένεια του Τσούλου .Ήταν καλοί άνθρωποι ,« είχαν το Θείο δώρο να είναι αγαπημένα τα αδέλφια όπως και τα παιδιά τους».Το χιούμορ δε κρέμονταν πάντα στ’ αχείλι τους . Όπως γράφει ο Ανδρέας Λασκαράτος στους «χαραχτήρες »αυτοί που έχουν χιούμορ, είναι περιβόλια γεμάτα λουλούδια .

Είχαν ένα μεγάλο σπίτι πιο πάνω από τη βρύση με μεγάλη αυλή ,εκεί μαζεύονταν τα βράδια μαζί με άλλους γείτονες και το γέλιο ακούγονταν σε όλο το χωριό. Πολλές φορές ξεχνιόνταν και κάθονταν αργά ,οπότε οι παραθεριστές που ήταν πολλοί τότε στο χωριό, διαμαρτύρονταν στην αστυνομία .Προπέτης ο νωματάρχης πήγαινε με το ύφος ,που έχουν εκείνοι που κατέχουν θέσεις δίχως να τους αξίζουν ,τους απειλούσε και τους έδιωχνε .

Πίσω από την αυλή είχαν ένα μεγάλο κήπο ,εκεί εκτός από τα κηπευτικά που έβαζαν το χειμώνα ,έκαναν και μια γούρνα έβαζαν κάμποσα σανίδια επάνω. Ολόγυρα δεμάτια αποκλάδια η φρύγανα και το χρησιμοποιούσαν για «τουαλέτα » .Όταν γέμιζε άνοιγαν μια άλλη γούρνα πιο πέρα και έχωναν την προηγούμενη .

Ο Γιάννης που ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και είχε στο παιδικό του μυαλό την κακή εικόνα του νωματάρχη ,πήγε κάποιο Σάββατο που έλειπαν όλοι από το σπίτι ,άνοιξε μια γούρνα πιο πέρα χωρίς να σκεπάσει την παλιά .Πήρε τις σανίδες και τα δεμάτια και έφκιασε τη νέα « τουαλέτα » και περίμενε το βράδι την επίσκεψη του νωματάρχη .

Όπως συνήθως μαζεύτηκαν το βράδι, όπως κάθε φορά και άρχισαν τις ιστορίες και τα καλαμπούρια. Αφού ήταν Σάββατο το τράβηξαν και λίγο πιο αργά. Ο δε Γιάννης που είχε το σκοπό του , φώναζε ποιο δυνατά για να διαμαρτυρηθούν οι γείτονες και να στείλουν τον νωματάρχη .

Έτσι και έγινε ,όταν πήγε δώδεκα η ώρα εμφανίστηκε ο νωματάρχης με έναν χωροφύλακα ,με το τουπέ της εξουσίας ζήτησε από τους μεγάλους να τον ακολουθήσουν .Ο Γιάννης του αντιμίλησε απειλητικά για να πετύχει το σκοπό του .Ο νωματάρχης πήγε να τον πιάσει , τρέχει ο Γιάννης προς την ακάλυπτη γούρνα την πηδάει τρέχοντας ,ο νωματάρχης που στο λίγο φως του φεγγαριού δεν είδε τη γούρνα έπεσε μέσα και χώθηκε έως τη μέση στα σκατά .

Άρχισε να φωνάζει βοήθεια , έτρεξαν όλοι τρομαγμένοι που δεν ήξεραν τι ακριβώς είχε γίνει και βλέπουν στο ημίφως το μισό νωματάρχη να κουνάει τα χέρια του και να παρακαλεί να τον βοηθήσουν .Τον τράβηξαν τον έβαλαν σε μια καρέκλα ,το θέαμα ήταν για γέλια και για κλάματα , που έβλεπαν τον τρομοκράτη να είναι τρομοκρατημένος .

Οι γυναίκες από το πολύ γέλιο είχαν μπει στο σπίτι ,και οι άντρες τα είχαν χαμένα .Το λίγο νερό που υπήρχε στις βαρέλες που να φτάσει για να τον πλύνουν , χρειάζονταν ο Αχελώος ποταμός . Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο πατέρας του Γιάννη, που ήταν και ο πιο καλαμπουρτζής , άδραξε μια θρούμπη και άρχισε να τον ξύνει για να βγούνε τα ποιο πολλά σκατά από πάνω του .

Όπως ήταν στη καρέκλα τον πήραν τον κατέβασαν στη βρύση, που εκείνη την ώρα ήταν άδεια ,τον έβαλαν κάτω από το κανάλι και με τη θρούμπη τον μισοξεκατέλωσαν .Ο δε χωροφύλακας πήγε και έφερε ρούχα ,του τα φόρεσε και έφυγε σαν βρεγμένη γάτα ,οι υπόλοιποι πήγαν στα σπίτια τους και περίμεναν την επόμενη μέρα .

Ευτυχώς όλα πήγαν κατ’ ευχή ,ο νωματάρχης πήρε αναρρωτική άδεια και ζήτησε μετάθεση. Από το ρεζιλίκι που έπαθε δεν εμφανίστηκε ξανά στο χωριό . Η κυρά Πηνελόπη πήρε τα υπάρχοντα της και σε λίγες μέρες έφυγε για να πάει εκεί που είχαν μεταθέσει τον άνδρα της .

« Τον νωματάρχη και τα κατορθώματα του τα θυμάμαι ,όπως και την κυρά Πηνελόπη ,αυτό με τον Γιάννη σαν όνειρο μου ήρθε στο νου όταν το καλοκαίρι στο πλάτανο που καθόμαστε ,το διηγήθηκε κάποιος που το ήξερε και το θυμόταν όπως ακριβώς είχε γίνει .»

———————————————————————————————————————————–

Υ . Γ.

Γιάννη θυμάμαι τη παραμονή που θα έφευγες για την Αυστραλία , κατέβηκες από βραδύς με τα άλλα παιδιά, επήγαμε όλοι μαζί σε ένα εξοχικό κέντρο στην Ξούντελη που είχε δημοτικά τραγούδια .Όταν ήρθαμε σε κέφι ανέβηκες στο πατάρι και τραγούδησες ,το τραγούδι « θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο ποιο ψηλότερο βουνό ». όταν αποχαιρετιστήκαμε τα μάτια μας ήταν όλων υγρά .Έχουν περάσει πενήντα περίπου χρόνια από τότε .

Σου εύχομαι να είσαι καλά , εύχομαι επίσης τα παιδιά σου να κληρονομήσουν αυτό το μεγαλείο που έχεις εσύ το χιούμορ. Όπως γράφει ο Ισραηλινός συγγραφέας ,Άμος Οζ το χιούμορ είναι το φάρμακο κατά του φανατισμού και συμπληρώνει .Αν μπορούσε να έφτιαχνε το χιούμορ χαπάκια ,θα έβαζε υποψηφιότητα για το «ΝΟΜΠΕΛ »της ιατρικής ,αφού η ανθρωπότητα θα είχε αποφύγει πολλά δεινά και μείς θα είχαμε αποφύγει την κατάρα του εικοστού αιώνα με τη σύγκρουση των δύο θυμάτων , που ταλαιπωρεί ακόμα τη χώρα μας .

Δεκέμβρης 2007. Α . Ι . Σ . Κόκορος

Προηγούμενο άρθροΤα δώρα μας περιμένουν ακόμα τους νικητές!
Επόμενο άρθροΜην αρρωστήσετε από Δευτέρα, απεργούν οι γιατροί του ΙκΑ