Αρχική Ειδήσεις ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ.

ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ.

0

ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ.

Του Χρήστου – Γιάννη Φουρλάνου, Δάσκαλου

(Με αφορμή προηγούμενό μου κείμενο για το αλώνισμα, δημοσιεύω αυτό το λαϊκό παραμύθι, το οποίο θα μπορούσε να έχει πολλές προεκτάσεις)

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το είχε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξία. Δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί πήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν κι εκείνος αδυνάτιζε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε ήθελε να φάει, αν και είχε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.

Κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει.

– «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε.

– «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ».

– «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;»

– «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίγεται για κανέναν!»

– «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;»

– «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το έχω! …».

Σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά:

«Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν το βρεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».

Την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και τα έφερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Δεν ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρωμούσε.

Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε τους ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

-«Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.

– «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας.

– «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!»

– «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.

«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας μετά από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να έρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»

Ο βασιλιάς, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα. Φόρεσε (ο βασιλιάς) φτωχικά ρούχα και παλιοπάπουτσα, πήρε ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.

Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο  λιοπύρι  όλη τη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα, διότι έμεινε κι ο γέροντας νηστικός.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:

«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περισσότερα από τα μισά. Κατόπιν όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το  δάρτη , ώσπου κάμανε το στάρι σωρό. Τότε το   ανεμίσανε  και το βάλανε στο σακί. Όλη μέρα την περάσανε  νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Παρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που είναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συμφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα άρχισε να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.

Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε δέκα λίτρες αλεύρι, το έριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ κάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι περίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.

«Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.

Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει.

Με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!».

Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».

O βασιλιάς ακολούθησε την  ορμήνεια  του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, κατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές. Από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωγε καλά, που μακάρι να τρώγαμε κι εμείς έτσι!

Πηγή «Τα Νέα της Λευκάδας»

Προηγούμενο άρθροΗ Λαϊκή Ενότητα αποχαιρετά την μεγάλη ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μάγια Λυμπεροπούλου
Επόμενο άρθροΔελτίο Τύπου Δήμου Μεγανησίου για το ISO 9001