Αρχική Ειδήσεις ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, «ΨΕΥΔΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ» & ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, «ΨΕΥΔΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ» & ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

0

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, «ΨΕΥΔΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ» & ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Του Σωτήρη Κων. Κάτσενου, Δημοσιογράφου

Πρώτη αρχή της δημοσιογραφίας είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια!!!

 

Όταν ο μικρός μου ο γιος, ο Γιώργος – Μάριος, μαθητής ΣΤ’ τάξης  του Δημοτικού, μου ζήτησε να του δώσω μερικές πληροφορίες για την έκθεση που τους έβαλε η κα Ντίνα, η δασκάλα τους στο σχολείο με θέμα : «Να αναφερθώ σε βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας δημοσιογράφος, ώστε να θεωρείται καλός στο επάγγελμά του», του απάντησα ενθυμούμενος τα λόγια της καςΛίλυς Χουλιαράκη, Καθηγήτριας Ενημέρωσης στο LSE που είπε ότι «ΟΙ δημοσιογράφοι είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του κοινού τους». Κι αυτή η φράση, νομίζω, τα λέει όλα! Έτσι, ο ρόλος των δημοσιογράφων είναι τώρα, όπως ήταν και πάντα, ρόλος εκπαιδευτών όσο και ρεπόρτερ. Μ’ αυτή την έννοια, οι δημοσιογράφοι μιλούν στο κοινό για τη δημιουργία του οποίου είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι μέσα απ’ τις επιλογές τους.

Σκαλίζοντας , λοιπόν, το αρχείο μου,βρήκα ότι το παρακάτω κείμενο (αποσπάσματα), που επέλεξα από τη σειρά της UNESCO, να σας παραθέσω,«κουμπώνει» καλύτερα στο ανωτέρω θέμα της έκθεσης. Πρόκειται, για αποσπάσματα από το Εγχειρίδιο Δημοσιογραφικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης από τη σειρά της UNESCO για της Δημοσιογραφική Εκπαίδευση.  

 

Αποσπάσματα από το Εγχειρίδιο Δημοσιογραφικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης

«Στο παρόν εγχειρίδιο δεν αποδεχόμαστε τη θέση ότι ο όρος «ψευδείς ειδήσεις» έχει ένα σαφές ή κοινώς αποδεκτό νόημα και θεωρούμε ότι «είδηση» σημαίνει επαληθεύσιμη πληροφορία προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, και η πληροφορία που δεν πληροί αυτές τις προδιαγραφές, δεν αξίζει να ονομάζεται είδηση. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, οι «ψευδείς ειδήσεις» αποτελούν οξύμωρο, το οποίο υποβαθμίζει την αξιοπιστία της πληροφορίας που πληροί πραγματικά τα κριτήρια της επαληθευσιμότητας και του δημόσιου συμφέροντος – δηλαδή της πραγματικής είδησης.

Οι παροχείς σκόπιμης παραπληροφόρησης εκμεταλλεύονται ευάλωτους ή προκατειλημμένουςαποδέκτες, ελπίζοντας να τους στρατολογήσουν ως μοχλούς ενίσχυσης ή πολλαπλασιασμού των μηνυμάτων τους. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκουν να μας κινητοποιήσουν ώστε να καταστούμε αγωγοί των μηνυμάτων τους εκμεταλλευόμενοι τη ροπή μας να μοιραζόμαστε την πληροφορία για πληθώρα λόγων. Ένας συγκεκριμένος κίνδυνος είναι ότι οι «ψευδείς ειδήσεις», υπό αυτή την έννοια, είναι συνήθως δωρεάν – γεγονός που σημαίνει ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να πληρώσουν για ποιοτική δημοσιογραφία ή δεν έχουν πρόσβαση σε ανεξάρτητα δημόσια ειδησεογραφικά μέσα είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στη σκόπιμη και μη παραπληροφόρηση

Εντοπίζοντας τις διαφορές

Τόσο η σκόπιμη παραπληροφόρηση όσο και η παραπληροφόρηση διαφέρουν από την (ποιοτική) δημοσιογραφία, η οποία συμμορφώνεται με επαγγελματικές προδιαγραφές και δεοντολογικές αρχές. Ταυτόχρονα, διαφέρουν από περιπτώσεις ανεπαρκούς δημοσιογραφίας που δεν εκπληρώνουν τον σκοπό της. Οι προβληματικές αυτές περιπτώσεις δημοσιογραφίας περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, λάθη που γίνονται κατ’ εξακολούθηση (που δεν διορθώνονται) λόγω ανεπαρκούς έρευνας ή προχειρότητας στην επαλήθευση. Περιλαμβάνουν επίσης την εντυπωσιοθηρία, την υπερβολή για δημιουργία εντυπώσεων και την απόλυτα μεροληπτική επιλογή γεγονότων βάσει ιδεολογίας σε βάρος της δίκαιης κάλυψης.

Επιπρόσθετα, οι δημοσιογράφοι πρέπει να αντιληφθούν ότι, ενώ η κύρια «αρένα» της σκόπιμης παραπληροφόρησης είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχουν ισχυροί δρώντες σήμερα που χρησιμοποιούν τις ανησυχίες για «ψευδείς ειδήσεις» ως εργαλείο ώστε να καταστείλουν τα αυθεντικά ειδησεογραφικά μέσα. Νέοι και αυστηροί νόμοι μετατρέπουν τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς σε αποδιοπομπαίους τράγους σαν να ήταν εκείνοι οι δημιουργοί ψευδών ειδήσεων ή τους τοποθετούν όλους «μέσα στον ίδιο σάκο» με το να τους εντάσσουν σε εκτεταμένους νέους ρυθμιστικούς κανόνες που περιορίζουν αδιακρίτως όλες τις επικοινωνιακές πλατφόρμες και δραστηριότητες. Οι ρυθμίσεις αυτές συχνά δεν ευθυγραμμίζονται επαρκώς με τις διεθνείς αρχές που προϋποθέτουν ότι περιορισμοί της έκφρασης πρέπει να είναι αποδεδειγμένα αναγκαίοι, αναλογικοί και για νόμιμους σκοπούς. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε αυτή η πρόθεση των ρυθμίσεων, τα αυθεντικά ειδησεογραφικά μέσα τείνουν να υπάγονται σε ένα «υπουργείο αλήθειας» που έχει τη δύναμη να καταστέλλει την πληροφορία για καθαρά πολιτικούς λόγους.

Στο σύγχρονο πλαίσιο της σκόπιμης και μη παραπληροφόρησης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι οι αδικαιολόγητες ρυθμιστικές παρεμβάσεις στη δημοσιογραφία, αλλά το ενδεχόμενο το κοινό να αντιμετωπίζει με δυσπιστία κάθε είδους περιεχόμενο – συμπεριλαμβανομένης της δημοσιογραφίας. Σε αυτό το σενάριο, είναι πιθανό οι άνθρωποι να θεωρούν αξιόπιστο όποιο περιεχόμενο υποστηρίζεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κυρίως χρησιμοποιούν και το οποίο ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους – χωρίς να το διερευνήσουν. Είμαστε ήδη θεατές των αρνητικών επιπτώσεων αυτού του φαινομένου στις πεποιθήσεις της κοινής γνώμης για την υγεία, την επιστήμη, τη διαπολιτισμική κατανόηση και το κύρος της αυθεντικής εμπειρογνωμοσύνης.

Αυτοί οι κίνδυνοι είναι ο λόγος για τον οποίο η κατά μέτωπο αντιμετώπιση της ανόδου των κρουσμάτων «ψευδών ειδήσεων» είναι επιτακτική ανάγκη για τη δημοσιογραφία και τη δημοσιογραφική εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, οι απειλές αυτές συνιστούν και μια ευκαιρία να εντατικοποιηθεί η κατάδειξη της αξίας των ειδησεογραφικών μέσων. Δίνουν τη δυνατότητα να υπογραμμιστεί στην επαγγελματική πρακτική η διακριτή αξία της προσφοράς επαληθεύσιμης πληροφορίας και σχολιασμού μετ’ επίγνωσης, προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.

Τι πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι

Στο πλαίσιο αυτό, είναι καιρός τα ειδησεογραφικά μέσα να προσηλωθούν περισσότερο στις επαγγελματικές προδιαγραφές και ηθικές αρχές, να αποφεύγουν τη δημοσιοποίηση μη διασταυρωμένων πληροφοριών και να αποστασιοποιούνται από πληροφορίες που μπορεί να ενδιαφέρουν μέρος του κοινού αλλά δεν είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, αυτή η έκδοση αποτελεί μία επίκαιρη υπενθύμιση ότι όλοι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί και οι δημοσιογράφοι, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, πρέπει να αποφεύγουν να διαδίδουν, ακούσια και άκριτα, τη σκόπιμη και μη παραπληροφόρηση. Σήμερα, η κατάργηση των θέσεων εργασίας του προσωπικού που ασχολούνταν με τη διασταύρωση των πληροφοριών σε πολλά ειδησεογραφικά μέσα έχει ως αποτέλεσμα, ως έναν βαθμό, η λειτουργία αυτή να έχει αναληφθεί από τη λεγόμενη «πέμπτη εξουσία» των μπλόγκερ και άλλων εξωτερικών δρώντων που επισημαίνουν λάθη των δημοσιογράφων – αφότου, βέβαια, αυτά έχουν ήδη διαδοθεί.

Η δημοσιογραφία πρέπει επίσης, να εντοπίζει εγκαίρως και να αποκαλύπτει νέες περιπτώσεις και μορφές σκόπιμης παραπληροφόρησης. Αυτή είναι μια κρίσιμη αποστολή για τα ειδησεογραφικά μέσα και αποτελεί μια εναλλακτική λύση έναντι των ρυθμιστικών προσεγγίσεων στο πρόβλημα των «ψευδών ειδήσεων». Ως μια άμεση απάντηση σε ένα φλέγον και ζημιογόνο ζήτημα, συμπληρώνει και ενισχύει πιο μεσοπρόθεσμες στρατηγικές όπως η παιδεία στα μέσα και την πληροφορία, που ενδυναμώνουν τα ακροατήρια ώστε να διακρίνουν τι είναι είδηση, τι είναι σκόπιμη παραπληροφόρηση και τι παραπληροφόρηση. Η σκόπιμη παραπληροφόρηση είναι ένα «καυτό» θέμα και η εντατική κάλυψή του θα ενισχύσει τη δυνατότητα της δημοσιογραφίας να υπηρετεί την κοινωνία.

Επομένως, το κείμενο αυτό – και κατ’ επέκταση – αυτό το εγχειρίδιο, είναι ένα κάλεσμα σε δράση. Είναι επίσης, μια προτροπή προς τις δημοσιογράφους να εμπλακούν σε έναν κοινωνικό διάλογο σχετικά με το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αξιοπιστία γενικότερα και γιατί ορισμένα άτομα διαδίδουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες. Για τα ειδησεογραφικά μέσα, τις σχολές δημοσιογραφίας και τις φοιτήτριες τους, αλλά και τις εκπαιδεύτριες και τις εκπαιδευόμενες στα μέσα ενημέρωσης, αυτή είναι μια σημαντική ευκαιρία για ισχυρή πολιτειακή συμμετοχή και συνεργασία με τα ακροατήρια. Για παράδειγμα, η «αξιοποίηση πόρων του πλήθους» («crowdsourcing») είναι καίρια για τα μέσα, προκειμένου να εντοπίζουν και να δημοσιοποιούν τη σκόπιμη παραπληροφόρηση που περνά απαρατήρητη, αλλά εξαπλώνεται μέσω εφαρμογών κοινωνικής επικοινωνίας ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου».

Πηγή : Σειρά της UNESCO για τη Δημοσιογραφική Εκπαίδευση

Από «Τα Νέα της Λευκάδας»

Προηγούμενο άρθροΚυκλοφορεί στα περίπτερα το νέο φύλλο της εφημερίδας “Τα Νέα της Λευκάδας”
Επόμενο άρθροΠ.Ε. Λευκάδας: Περιοδικός Έλεγχος και εκπόνηση Μελέτης για τη γέφυρα του «Πόντε»