Αρχική Top Stories Ένα κείμενο για την καταστροφική πυρκαγιά στην Λευκάδα που μας συγκίνησε

Ένα κείμενο για την καταστροφική πυρκαγιά στην Λευκάδα που μας συγκίνησε

0

fotia apo fotinou32

Αυτές τις μέρες έχουμε διαβάσει πολλά κείμενα συμπολιτών μας τα οποία αναφέρονται στην καταστροφική πυρκαγιά της Λευκάδας και μας έχουν συγκινήσει. Ξεχωρίσαμε αυτό της κ. Στέφης Αρέλη και επιλέξαμε να το αναδημοσιεύσουμε:

Ένα ζεμπίλι …για τη ζωή τους όλη.

Τώρα, δύο μέρες από το εφιαλτικό πρωινό της Δευτέρας
Τώρα που κατακάθισαν οι στάχτες στα ερείπια.
Τώρα που κορέστηκε των διαβατών η περιέργεια.
Τώρα που η μικρή κοινωνία ταλανίζεται από τα ποιος, πως, γιατί, πότε, που.
Τώρα που οι φήμες, οι στρεβλές ειδήσεις έρπονται σαν φίδια επικίνδυνα.
Τώρα που τα κόμματα όλα εν χωρώ την ξύλινη τους γλώσσα σε ανακοινώσεις συμπαράστασης εξέφρασαν.
Τώρα που μέσα στην βρεγμένη θράκα και την καρβουνίλα κατακάθεται η πρώτη αγωνία, ο τρόμος, ο φόβος και δίνει θέση στον πόνο και την θλίψη.
Τώρα που οι ψυχραιμότεροι, απλά ψελλίζουν «ω γέγονε γέγονε», μπαιλτνισμένοι, κουρασμένοι, σοκαρισμένοι αλλά και ευγνώμονες που θύμα ανθρώπινο δεν υπήρξε.
Τώρα που η πυρά η κόκκινη έφυγε απ τα πρόσωπα, που αχνόσβησε στα αυτιά ο βομβός –λυτρωτικός από μηχανής θεός- του ελικοπτέρου, τώρα που στέγνωσαν στις ψυχές οι τόνοι του νερού και πάψαν οι προσευχές.
Τώρα απόμεινε η θλίψη, η μαυρίλα.
Ξανά επιστρέφω στα σοκάκια, στην γειτονία του Πάνου την πατρογονική, όχι από περιέργεια δημοσιογραφίκη, μα γιατί κάτι με καλεί να ποδοπατώ τις στάχτες, μια ανάγκη να βρεθώ κοντά στους ανθρώπους του, στους γείτονες της καλημέρας, στους παιδικούς του φίλους, σε αυτούς που τα βράδια του χειμώνα μαζεύονταν στο μαγαζί, λέγαν μια καλησπέρα, ένα χαριτολόγημα, μια ιστορία, ένα παράπονο.
Όσοι άντεχαν ήρθαν να δουν τα απομεινάρια μιας ζωής, να τα μαζεύει κατακαμένα η τσάπα, τα λάστιχα κ τις μανικές επί ματαίω να προσπαθούν να διώξουν το εφιαλτικό μαύρο.
Και αυτοί που δεν άντεχαν, ήρθαν σήμερα να δουν –«δεν φεύγω, αφήστε με» μια ζωή κομμάτια κάρβουνο. Μια καρέκλα δανεική κ ένα ποτήρι νερού από την γειτόνισσα στον ηλικιωμένο φίλο. Να ξαποστάσει τον πόνο του, το βουβό δάκρυ. Δεν τόλμησε κανείς μας να του πεί μια κουβέντα. Μας συνέτριβε η εικόνα του. «Τι να πεις?» «Αφήστε τον, μη του μιλήσετε, μας δασκάλεψε ο γιος του». «πατέρα δεν φεύγεις, τώρα? Τα είδες του είπε στοργικά». Αρνήθηκε με πείσμα. Κάθισε κ έβλεπε τα παιδία του μέσα στα αποκαΐδια να αναζητούν οτιδήποτε ήταν αναγνωρίσιμο από το μεγάλο γωνιακό σπίτι. Κάτι σιδερένια γύφτικα καρφιά, αυτά που για χρόνια την ξυλοδεσία του σπιτιού κρατούσαν αναμέρισε ο φίλος γιος του. «Στο μαγαζί πρέπει να έχει ένα κάδο, δεν τον παίρνεις?» του είπα. «Τι να τον κάνω? Ένα ζεμπίλι, αν βρεις ένα μικρό ζεμπίλι μόνο. Αν βρίσκω τίποτα να το βάζω μέσα». Και βρέθηκε το ζεμπίλι, να στεγάσει τις αναμνήσεις κ τα βιώματα των 70 χρόνων των γονιών του. Σε ένα ζεμπίλι οι κόποι μιας ζωής. Οι ιστορίες ενός σπιτικού. Το δάκρυ το βουβό, το καρτερικό. Ένα ζεμπίλι για την ζωή του όλη.
——–
Παραδιπλά ο σκελετός του ορφανού «Απόλλωνα». Δεν έχει κύρη να τον κλάψει. «όλων και κανενός. Κάποιοι είπανε πως θρήνος δεν χωρά για ένα κινηματογράφο, ακόμη και ιστορικό, την ώρα που σπίτια χάθηκαν, περιούσιες καήκαν και άνθρωποι μείναν με το αδειανό πουκάμισο που φορούσαν το πρωινό της Δευτέρας. Όμως μαζί του ο Απόλλωνας πήρε τις μνήμες μιας μικρής πολης, το δάκρυ και το γέλιο του εκραν, τις παιδικές τις παραστάσεις των παιδίων της. Και έμεινε μπαρουτιασμένη η αφίσα «ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ», η αφίσα εκείνη που ο μικρός Δήμητρης, πρωτάκι του δημοτικού, μας συλλάβισε περήφανος φέτος… «σου – φρα –ζέ- τες».
Μοιάζει η θλίψη για τον Απόλλωνα με την αγωνία μου –χαζή αγωνία, το γνώριζα- την ώρα της μεγάλης φλόγας να μαζέψω αντάμα με τα ρούχα της 8χρόνης Κωνσταντίνας, τα αρκουδάκια της. Αυτά που την συντροφεύουν στα όνειρα. Της το χα τάξει της μικρής, την ώρα που την άφηνα στο σπίτι μου. «Στέφη, μην αφήσεις τα αρκουδάκια μου». Ήξερα πως ήταν τρελό να ψάχνω στο μισοσκόταδο να τα μαζέψω, με τις φλόγες απειλητικές να ζώνουν το ακριβώς αντικρινό σπίτι, όμως το παρακάλι στο βλέμμα της, και η άδολη, η παιδική της αγωνία για αυτό που λόγιζε ως πολυτιμότερο της, δεν άφηνε χώρο στη λογική μου να αντιταχθεί.
Θα ακουστούν, θα γραφτούν, θα αναλυθούν πολλά, και άλλα τόσα για την μαύρη Αυγουστιάτικη Δευτέρα της Λευκάδας. Και έπειτα θα ξεχαστεί. Σειρά θα έχουν άλλες ανέμελες ειδήσεις, όπως η συναυλία που έπεται. Και στους τοίχους του διαδικτύου, οι φλεγόνες εικόνες θα δώσουν την θέση σε χαρωπές σελφι παραλιών. Η ζωή προχωρά. Αλλοίμονο να τ’ αρνηθείς. Τα σπίτια «γεροί να είμαστε, θα ξαναγίνουν» μου λένε.
Με την ευχή ποτέ ξανά. Τίποτα άλλο.

Προηγούμενο άρθροΣοκαριστικές φωτογραφίες από την παραλία του Μύλου στην Λευκάδα
Επόμενο άρθροΘεαματική βροχή αστεριών στον ουρανό της Λευκάδας!