Αρχική Πολιτισμός - Εκδηλώσεις Πολιτισμός - Εκδηλώσεις Βαγγέλης Καπότης – Μια ζωή στο πάλκο

Βαγγέλης Καπότης – Μια ζωή στο πάλκο

0

Κυριακή βράδυ , αφήσαμε πίσω μας το νησί της Λευκάδας και ακολουθήσαμε τον δρόμο για το χωριό Πλαγιά με προορισμό το κέντρο διασκέδασης «Χάραμα». Φτάνοντας εκεί μετά από λίγα λεπτά και  μπαίνοντας , μέσα ο Βαγγέλης Καπότης ιδιοκτήτης του κέντρου μας περίμενε καθισμένος σε ένα τραπέζι που πάνω υπήρχαν ποτήρια για κρασί ενώ είχε αγκαλιά το μπουζούκι του. Πιάσαμε τις καρέκλες και μας γέμισε τα ποτήρια με κόκκινο κρασάκι.

O Βαγγέλης Καπότης γεννήθηκε στην Πλαγιά Αιτωλοακαρνανίας το 1960. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών πηγαίνει στη Λευκάδα και κάνει τα πρώτα του βήματα στην μουσική δίπλα στον «Μορίνα».  Σε μικρή ηλικία ακόμα ξεκινάει τις εμφανίσεις του στην ταβέρνα «Ρεγάντος», ενώ παράλληλα εμφανίζεται  σε εκδηλώσεις  σε όλα τα χωριά της Λευκάδας. Στον στρατό βρίσκεται στην στρατιωτική μπάντα  της Σάμου και εκεί τα Σαββατοκύριακα όταν  έχει έξοδο βγάζει τα πρώτα του λεφτά δουλεύοντας στην ταβέρνα του μπάρμπα-Σάββα.Το μεροκάματό του ήταν τότε 40 δρχ. και φαγητό. Την περίοδο 1982-1985 πηγαίνει στην Αθήνα όπου δουλεύει σε ταβέρνα στους Αμπελοκήπους μαζί με τον μπάρμπα-Γιάννη έναν τυφλό μουσικό που παίζει κιθάρα που τον καθοδηγεί και τον εκπαιδεύει σε πολλά πράγματα γύρω από την μουσική και ειδικά τα Ρεμπέτικά. Στην συνέχεια δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας μέχρι που μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Λευκάδα… αλλά ας μας τα πει ο ίδιος που τα ξέρει καλύτερα !

Βαγγέλη μετά το 87 που γύρισες στην Λευκάδα ποια ήταν η πορεία σου ?

Μετά την επιστροφή μου στην Λευκάδα οργανώνω την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία στην Λευκάδα και ξεκινάμε τις εμφανίσεις στους Καρυώτες στο «Νήρικος» το οποίο σήμερα είναι πιτσαρία με μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία εκτός των άλλων ήταν και ο Φώντας ο Σταματέλος ο οποίος τότε ήταν παιδάκι και ο Σπύρος ο Σπηλιάς. Στην συνέχεια μετά από δυο χρόνια περίπου ξεκινάμε μαζί με Λευκαδίτες μουσικούς όπως ο Αποστόλης Κοψιδάς  και ο Γιώργος ο «Μπαλέρδας»,  τις εμφανίσεις  σε ένα μικρό μαγαζί στην Ζαβέρδα που πραγματικά άφησε εποχή. Μετά από την Ζαβέρδα αρχίζουμε τις εμφανίσεις στην Πρέβεζα ώσπου το 1992 αν θυμάμαι καλά ανοίγουμε συνεταιρικά  στους Καρυώτες στις Αλυκές το «Μινόρε» .

Πραγματικά εκεί επικρατούσε πανικός μιας και δεν υπήρχαν τόσα νυχτερινά μαγαζιά όπως στις μέρες μας. Να φανταστείς στις 3 το πρωί το μαγαζί γέμιζε δεύτερη φορά. Για 3 χρόνια λοιπόν, το «Μινόρε» ήταν το στέκι μας αλλά διάφορες δυσκολίες μας αναγκάζουν και κλείνουμε το μαγαζί. Αξίζει να σου πω ότι η ιδέα για το όνομα «Μινόρε» στην ορχήστρα και έπειτα στο μαγαζί μας είχε έρθει όταν βρισκόμασταν στην Σουηδία που είχαμε πάει για ένα μήνα περίπου και  όταν μας ρώτησαν εκεί πως λένε την κομπανία για να το γράψουν στις αφίσες είπαμε «Μινόρε» και έτσι έμεινε. 

Μετά από το τέλος της συνεργασίας με τα παιδιά και το κλείσιμο του μαγαζιού,  εγώ έφυγα πάλι στην Αθήνα και δουλεύω στο «Κάτσε Καλά» . Εκεί γνώρισα και τον «Ντου-Ντου» που ήταν Ρουμάνος και έπαιζε βιολί. Ο «Ντου-Ντου» είχε έρθει στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην Λευκάδα σαν μέλος της ορχήστρας του γκρουπ της Ρουμανίας στο Φεστιβάλ. Μετά το φεστιβάλ όμως έμεινε στην Ελλάδα και περιπλανιόνταν στην Αθήνα παίζοντας βιολί στον δρόμο. Μια μέρα περνούσα από τον σταθμό των τρένων με είδε με θυμήθηκε και με ρώτησε αν υπάρχει καμιά δουλειά. Κανονίζω λοιπόν και έρχεται στο μαγαζί ο Δαμιανός , αυτό ήταν το όνομα του, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός μουσικός και σήμερα παίζει με μεγάλα ονόματα όπως ο Σωκράτης Μάλαμας.

Μετά το «Κάτσε Καλά» πήγα σε διάφορα άλλα ρεμπετάδικα της Αθήνας ώσπου μη μπορώντας να είμαι άλλο μακριά από την Λευκάδα ξαναγυρίζω περίπου το 1998 – 99 και ανοίγω ξανά το «Μινόρε» στην παραλία της Λευκάδας που σήμερα βρίσκεται το “People” .Μετά από λίγα χρόνια δυστυχώς κλείνω το μαγαζί λόγω των μηνύσεων που δεχόμουν καθημερινά. Αρχίζω λοιπόν να εμφανίζομαι σε διάφορα μαγαζιά της Πρέβεζας στα Γιάννενα στο Αγρίνιο αλλά ποτέ δεν μπορούσα να ανεχτώ τους κάθε λογής μαγαζάτορες μιας και οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα έτσι δημιουργούσαν άσχημες καταστάσεις αλλά αυτό που δεν μπορούσα να ανεχτώ περισσότερο από όλα ήταν η γκρίνια και μιζέρια τους . Αυτός ήταν και λόγος που πάντα προσπαθούσα να έχω δικό μου μαγαζί.

Έπειτα από όλα αυτά ανοίγω το «Τρίχορδο» στην στροφή στους Καρυώτες. Η επιτυχία που είχε αυτό το μαγαζί ήταν πραγματικά εντυπωσιακή . Το μαγαζί αυτό ήταν χωρητικότητας 70 ατόμων περίπου και έμπαιναν ο ένας πάνω στον άλλων φτάνοντας τους 100-120 . Θυμάμαι στο πίσω μέρος είχαμε μια αποθήκη και πολλές φορές αρκετές παρέες που δεν είχαν που να κάτσουν μέσα στο μαγαζί πήγαιναν στην αποθήκη μέχρι να αδειάσει κάποιο τραπέζι. Όταν λοιπόν άδειαζε τραπέζι και πήγαιναν οι σερβιτόροι να τους φωνάξουν να έρθουν μέσα εκείνοι αρνιόντουσαν γιατί είχαν βολευτεί στην αποθήκη !!!

Σε αυτό το μαγαζί δέχθηκα τον μεγάλο πόλεμο. Οι μηνύσεις για διατάραξη έρχονταν η μια μετά την άλλη. Άντεξα τον πρώτο χρόνο και τον δεύτερο αλλά την τρίτη χρονιά τα πράγματα αγρίεψαν πολύ. Κάθε βράδυ που άνοιγε το μαγαζί ήταν πλέον σίγουρο ότι θα μας κάνουν μήνυση. Να φανταστείς φάγαμε μήνυση το βράδυ της Πρωτοχρονιάς που κάτι τέτοιο παρόμοιο δεν πιστεύω ότι έχει γίνει ποτέ και πουθενά. Στο τέλος είχα απελπιστεί και είχα βάλει μια ταμπέλα έξω από το μαγαζί  που έγραφε « Παίζουμε ζωντανή μουσική με μικροφωνική. Κάντε μας μήνυση αλλά μην μπαίνετε μέσα».  Προσπαθώντας λοιπόν να παίζουμε με όση λιγότερη ένταση ήταν δυνατόν για να μην τρώμε μηνύσεις –γιατί αυτός ήταν δήθεν ο λόγος, η ένταση και διατάραξη της ησυχίας- είχαμε φτάσει στο σημείο για ηχεία να χρησιμοποιούμε ηχεία αυτοκινήτου !!!

Στην συνέχεια ανέλαβε το υγειονομικό και είχε έρθει στο μαγαζί για έλεγχο μετά από «καρφωτή» γιατί οι περισσότερες μηνύσεις ήταν καρφωτές από κατοίκους της περιοχής αλλά ως επί των πλείστων από άλλα μαγαζιά της νυχτερινής Λευκάδας. Τελικά το υγειονομικό κάνει έλεγχο σε όλο το μαγαζί ενώ έκανε και μέτρηση για τα ντεσιμπέλ της μουσικής και μας γράφει για ένα ψυγείο αναψυκτικών που βρίσκονταν στην αποθήκη ενώ έπρεπε να βρίσκετε μέσα στο μαγαζί.

Να μην στα πολυλογώ μετά από τόσες μηνύσεις έρχεται ο Δήμος Λευκάδας και μας βάζει βουλοκέρι στο μαγαζί και μας το κλείνει . Για αρκετό καιρό πήγαινα στο υγειονομικό ώστε να πάρω το χαρτί από τον έλεγχο που είχαν κάνει εκείνο το βράδυ στο μαγαζί το οποίο αποδείκνυε πως πραγματικά η ένταση της μουσικής που ήταν ο κύριος λόγος που τρώγαμε μηνύσεις ήταν πολύ μικρότερη από τα επιτρεπτά όρια. Το υγειονομικό μου έλεγε ότι θα στείλει το χαρτί στο Δήμο και δεν το έστελνε, πιστεύω εσκεμμένα . Τελικά μια μέρα πήγα στα γραφεία του υγειονομικού και  κάθομαι μόνος μου και ψάχνω ανάμεσα στα χαρτιά , το βρίσκω και το πηγαίνω στο Δημοτικό Συμβούλιο. Θυμάμαι ήμουν εκεί για τον ίδιο λόγο εγώ και ό Στράτος ο Ζευγάς ο οποίος είχε και αυτός νυχτερινό μαγαζί.

Πιστεύω ότι οι πιέσεις που δέχονταν και το τότε δημοτικό συμβούλιο αλλά και η αστυνομία ήταν πολύ μεγάλες και έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς αν και ο τότε διοικητής της αστυνομίας που είχαμε αρκετά καλές σχέσεις , είχε δείξει παραπάνω «ζήλο» για το θέμα του μαγαζιού. Τελικά και τα δυο μαγαζιά έκλεισαν στην συνέχεια βέβαια άνοιξαν αρκετά μαγαζιά με ορχήστρα τα οποία δεν είχαν αντιμετωπίσει τέτοιο κυνήγημα . Εμένα μπορεί και να μου έκαναν καλό τελικά όμως γιατί μετά από το «Τρίχορδο»  άνοιξα το μαγαζί που βρίσκομαι σήμερα το «Χάραμα» που βρίσκεται μακριά από σπίτια αλλά το πιο βασικό  είναι ότι βρίσκεται μακριά από άλλα νυχτερινά μαγαζιά. 

Μετά από τόσα χρόνια στα πάλκα πιστεύεις ότι η δουλειά του μουσικού είναι τελικά δύσκολη ή είναι όπως πιστεύει ο περισσότερος κόσμος μια δουλειά που δουλεύεις και ταυτόχρονα διασκεδάζεις ?

Θα σου πω ένα παράδειγμα από το οποίο μπορεί κανείς να καταλάβει την μεγαλύτερη ίσως δυσκολία της δουλειάς του μουσικού μετά το συνεχόμενο ξενύχτι φυσικά που είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Θυμάμαι όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου εγώ μετά από μερικές μέρες μόνο έπρεπε να πάω για δουλειά και να τραγουδάω για αγάπες και έρωτες . Με λίγα λόγια ο μουσικός συνέχεια πρέπει να καταπιέζει τον εαυτό του και τα δικά του προβλήματα για να είναι ευχάριστος και να καταφέρει μέσα από την δουλειά του να κάνει τον κόσμο να διασκεδάσει . Πιο παλιά βέβαια υπήρχαν περισσότερες δυσκολίες που σήμερα δεν υπάρχουν όπως οι φασαρίες που σήμερα ευτυχώς συμβαίνουν πολύ σπάνια. Θυμάμαι μια φορά πριν 20 χρόνια περίπου είχα πάει να παίξω σε ένα πανηγύρι σε ένα χωριό της Αιτ/νιας. Στην μέση της βραδιάς λοιπόν έπιασε η βροχή και αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε για να μην μας σκοτώσει το ρεύμα από τα μηχανήματα. Στην προσπάθεια μου λοιπόν να σκεπάσω τα ηχεία και τους ενισχυτές μου την πέφτουν 4-5 μεθυσμένοι και προσπαθούσαν να με πετάξουν στο ποτάμι γιατί είχαμε σταματήσει να παίζουμε . Είδα και έπαθα για να ξεφύγω από τα χέρια τους .  Πέρα από αυτό όμως ένας μουσικός που θέλει να είναι σωστός στην δουλειά του πρέπει συνέχεια να είναι με το όργανο στο χέρι και να μελετάει κάτι που στην Ελλάδα σπάνια αναγνωρίζεται τελικά.

Η ρεμπέτικη μουσική όταν εμφανίστηκε ήταν η έκφραση και ο τρόπος ζωής μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Υπάρχουν σήμερα ρεμπέτες ?

Όχι δεν πιστεύω  ότι υπάρχουν σήμερα ρεμπέτες με αυτήν την έννοια απλά σήμερα υπάρχουν λάτρεις του ρεμπέτικου τρόπου ζωής. Αυτό για εμένα είναι φυσικό άλλη είναι η φύση της κοινωνίας μας σήμερα και άλλη ήταν τότε. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε σήμερα δεν υπάρχουν έτσι δεν γίνεται να υπάρχουν σήμερα ρεμπέτες. Να ξέρεις όμως πως οι ρεμπέτες δεν ήταν αυτό που λέμε σήμερα «αναρχικοί», όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Τα ρεμπέτικα τραγούδια στο μεγαλύτερο μέρος τους μιλάνε για την αγάπη, τον έρωτα , την ξενιτιά την δυστυχία και τα κοινωνικά προβλήματα . Ένα μικρό μέρος των ρεμπέτικων τραγουδιών όμως έχει σαν θέμα τα ναρκωτικά τις φυλακές και παρόμοια άλλα θέματα . Ε, λοιπόν αυτό το μικρό μέρος του ρεμπέτικου τραγουδιού παρουσιάστηκε στον πολύ κόσμο με σκοπό να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι  ρεμπέτικο ήταν η μουσική των περιθωριακών. Στο να βγει το ρεμπέτικο από αυτήν την μοίρα βοήθησε ο Βασίλης Τσιτσάνης ο οποίος πέρασε το ρεμπέτικο στον λαό. Φυσικά δεν σημαίνει αυτό δεν σημαίνει πως όλοι οι μεγάλοι πατέρες του ρεμπέτικου όπως ο Μάρκος , ο Στράτος , ο Παπαϊωάνου και τόσοι άλλοι δεν έδωσαν και δεν πρόσφεραν στο ρεμπέτικο. Απλά τα χρόνια που έζησε ο Τσιτσάνης ήταν πιο εύκολα από τα χρόνια που ζούσε ο Βαμβακάρης και οι άλλοι μεγάλοι που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όπως είναι σήμερα τα ναρκωτικά.

Η νεότερες γενιές έχουν απομακρυνθεί από το δημοτικό το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι. Γιατί πιστεύεις ότι έχει γίνει αυτό ?

Αυτό που πιστεύω είναι ότι όλες οι τέχνες όπως η ζωγραφική ή μουσική συμβαδίζουν με τα δεδομένα της κάθε εποχής. Δηλαδή, όπως είναι η δομή της κοινωνίας σήμερα έτσι είναι και η μουσική. Μοιραία λοιπόν σήμερα ένας νέος δεν μπορεί να κάτσει να ακούσει ρεμπέτικα που μιλούν για φτώχια και δυστυχία γιατί δεν τα έχει ζήσει. Ακόμα όμως και ρεμπέτικα τραγούδια που μιλάνε για την αγάπη , ακόμα και αυτά είναι δύσκολο να τα καταλάβει γιατί σήμερα πιστεύω οι νέοι αγαπάνε από σπάνια έως καθόλου απλά βρίσκουν μια εύκολη λύση. Σίγουρα όμως ή απομάκρυνση των νέων από τα είδη μουσικής τα οποία είναι καθαρά Ελληνικά όπως το ρεμπέτικο και το δημοτικό οφείλετε και στην σημερινή παιδεία που είναι «μέσα στο κόλπο» . Σήμερα στα σχολεία τα παιδιά μαθαίνουν 50 μαθήματα και 5 ξένες γλώσσες αλλά δυστυχώς δεν μαθαίνουν το πιο βασικό εφόδιο της ζωής. Δεν μαθαίνουν να σκέφτονται με αποτέλεσμα να μην έχουν δική τους κρίση και άποψη. Έτσι εύκολα μπορούν να γίνουν υποχείριο των «μεγάλων» και του συστήματος. Εδώ όμως μπαίνει το ερώτημα γιατί δεν φτιάχνεται η παιδεία ? Εγώ πιστεύω ότι δεν φτιάχνεται η παιδεία για να μην φτιαχτεί και η κοινωνία μας, να πάψει να υπάρχει η ελεύθερη σκέψη και βούληση και να μπορούν οι από πάνω να επεμβαίνουν στην κοινωνία όποτε και όπως αυτοί θέλουν χωρίς κανένας να αντιδράει.

Όταν λες «μεγάλοι» ποιους εννοείς ?

Εννοώ ,τα ξένα συμφέροντα τα ξένα κεφάλαια, Αμερικές, Γερμανίες και Ευρώπες που πάντα μας είχαν στο μάτι και ήθελαν να μας κάνουν κουμάντο. Από την άλλοι πλευρά οι «δικοί» μας που είναι πουλημένα τομάρια κατεβάζουν τα βρακιά τους σε όποιον τους τα δώσει με αποτέλεσμα να  γίνεται όλη αυτή η ιστορία.
Πιστεύεις ότι το Ρεμπέτικο και γενικότερα η Ελληνική κουλτούρα θα ξεχαστεί και θα σβηστεί δηλαδή ?
Πιστεύω ότι δεν συμβεί αυτό. Μας το έχει διδάξει και η ιστορία μας άλλωστε ότι πάντα θα υπάρχουν λίγοι ανάμεσα στους πολλούς που θα κρατήσουν την σπίθα αναμμένη και κάποια στιγμή θα ανάψει ξανά η φωτιά.

Για τους σημερινούς γνωστούς εκφραστές του ρεμπέτικου ποια η γνώμη σου ?

Δεν πρόσφεραν όσο θα μπορούσαν να προσφέρουν. Εγώ νομίζω ότι εκμεταλλεύτηκαν  το ρεμπέτικο. Σκέψου πως ζητάνε 10.000 ευρώ για να πάνε να τραγουδήσουν για έναν βράδυ και να διασκεδάσουν τραγουδώντας ρεμπέτικά ανθρώπους που παίρνουν μεροκάματο 30 και 40 € . Μα τι ρεμπέτες είναι αυτοί ?

Η εποχή της διασκέδασης «της ταβέρνας» που υπήρχε κάποτε θα γυρίσει ?

Όσο υπάρχει η «χλιδή» δεν πρόκειται να γίνει αυτό το πισωγύρισμα γιατί αν δεν βραχείς αν δεν δουλέψεις στον ήλιο, δεν πονέσεις, δεν αγαπήσεις. Με παπιγιόν και με χαρτζιλίκι από τον μπαμπά δεν θα πας να διασκεδάσεις στην ταβέρνα. δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Αν και εγώ νομίζω ότι σύντομα θα γίνει αυτή η στροφή στην διασκέδαση. Να ξέρεις ότι για να γίνει αυτό θα γίνει μέσα από την φτώχεια και τώρα τα πράγματα δείχνουν πως πάνε προς τα εκεί.

Οι Λευκαδίτες αγαπούν το ρεμπέτικό ?

Έχω δουλέψει σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά οι Λευκαδίτες έχουν ένα μοναδικό στοιχείο . Είναι άνθρωποι και ακροατές που δέχονται σχεδόν τα πάντα. Δεν θα σε γιουχάρουν αν δεν τους αρέσεις απλά δεν θα ξαναέρθουν. Πιστεύω ότι μόνο στην Λευκάδα συμβαίνει να χειροκροτάει όλο το μαγαζί όταν τελειώνει ένα τραγούδι, στην Πρέβεζα είναι έτοιμοι να σε πυροβολήσουν !!! Εμένα με υποστήριξαν και με στηρίζουν ακόμα .
Οι περισσότεροι Λευκαδίτες ίσως να γνωρίζουν περισσότερα  τραγούδια και είδη μουσικής από επαγγελματίες μουσικούς άλλων περιοχών της Ελλάδας. Ψάχνονται γενικότερα . Πάρε παράδειγμα από το φεστιβάλ που γίνεται εδώ και τόσα χρόνια στο νησί και έχει μουσικά είδη από όλο τον κόσμο. Σκέψου ότι τις Απόκριες ακούν μουσική λάτιν τα Χριστούγεννα κάλαντα από  όργανα της φιλαρμονικής το καλοκαίρι δημοτικά τραγούδια…. και πάει λέγοντας.  Τα τελευταία χρόνια βέβαια δεν νομίζω ότι ο πολιτισμός στο νησί είναι στα καλύτερα του και αυτό ίσως να οφείλετε στον τουρισμό και στην έλλειψη νέων ανθρώπων και νέου αίματος,  σε βασικές θέσεις αλλά ελπίζω να βελτιωθούν τα πράγματα.

Σε ένα νέο παιδί που θέλει να επιλέξει να κάνει το επάγγελμα του μουσικού τι έχεις να πεις ?

Εγώ θα πρότεινα στα νέα παιδιά να μην επιλέξουν την δουλειά του μουσικού για να κύρια δουλειά και για να καταφέρουν να ζήσουν την οικογένεια τους μεθαύριο . Θα τα συμβούλευα να μάθουν μια άλλη δουλειά και να έχουν την μουσική για συμπλήρωμα και χόμπι. Αυτό θα συμβουλέψω και το παιδί μου.

 

 

Νίκος Καββαδάς

 

Προηγούμενο άρθροΣτατιστικά της Δόξας
Επόμενο άρθροΕυχές του Νομάρχη Λευκάδας