Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Αυτά θυμάμαι, μ’ αυτά πορεύομαι! (Μέρος 2ο )

Αυτά θυμάμαι, μ’ αυτά πορεύομαι! (Μέρος 2ο )

0

Του Σωτήρη Κων Κάτσενου, Δημοσιογράφου

Η ζωή κυλάει, άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα. Δεν μας ρωτάει. Παίρνει τις αποφάσεις, μόνη της. Αλλάζουν όλα! Τα πάντα αλλάζουν, παρασέρνοντας μαζί με την καθημερινότητά μας και τη μνήμη μας. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του σημειώματός μου με τίτλο «Αυτά θυμάμαι, μ’ αυτά πορεύομαι», θα προσπαθήσω αγαπητοί μου αναγνώστες, να συλλέξω κομμάτι – κομμάτι (πολλά χρόνια πίσω) τα πρόσωπα, τα κτίσματα και ιστορίες. Όλα αυτά δηλαδή, που θα με βοηθήσουν, κι εγώ με τη σειρά μου θα βοηθήσω εσάς, διαβάζοντάς τα, να κρατήσουμε ζωντανό ένα μέρος του παρελθόντος, αυτού της ζωής μου/μας στο χωριό! Έτσι, όπως τόζησα – το ζήσαμε ή τ’ ακούσαμε μέσα από αφηγήσεις.

Ανήκω σε μια γενιά όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια στην αλάνα, στους δρόμους, στις πλατείες και στα χωράφια. Στην αντιπαλότητα, στους τσακωμούς αλλά και στη δημιουργία. Δεν υπήρχε μέρα, που να μην γυρίσω στο σπίτι λερωμένος απ’ τις λάσπες, βρεγμένος απ’ τα νερά και γεμάτος εκδορές και σημάδια σ’ όλο το σώμα μου απ’ το ατέλειωτο παιγνίδι! Ξεκινούσα απ’ το πρωί και γυρνούσα αργά το βράδυ στο σπίτι. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, ξεκινούσαμε με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και τελειώναμε αργά το βράδυ, ακούραστοι κι ανεξάντλητοι από ενέργεια! Και τι δεν παίζαμε! Ποδόσφαιρο, μόνο ποδόσφαιρο, είπαμε είναι ο βασιλιάς των σπορ! Μπάσκετ, κρυφτό, κυνηγητό, σκλίντζα – μίντζα κ.α. Και παράλληλα, κάναμε κάθε λογής παιδικές αταξίες και μπαγαποντιές! Θυμάμαι! Και τι δεν θυμάμαι! Αρπάζαμε σκάμνα, κορόμηλα και δαμάσκηνα απ’ τις αυλές, φτιάχναμε καροτσίνια και «κλέβαμε» στεφάνια από βαρέλια και μαζί με τις μπανέλες – απαραίτητο όργανο για τη λειτουργία του – οργανώναμε αγώνες, για το ποιος θα βγει πρώτος! Στη ζωή μας, υπήρχε αντιπαλότητα και ανταγωνισμός, αλλά μαθαίναμε να παλεύουμε και ν’ αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που παρουσιάζονταν! Μας έκανε η ζωή σκληρούς και δυνατούς. Όμως, παρά τις σκανταλιές και το θράσος που υπήρχε μεταξύ μας, διαπνεόμασταν από ένα σεβασμό και φρόνιμο ήθος, θάλεγα, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Κολοκοτρώνη, «περί φρονίμου ελευθερίας», προς τους μεγαλύτερους από εμάς, τους δασκάλους μας, τα όργανα της τάξης και τους γονείς μας. Χωρίς παρεξήγηση και χωρίς να θέλω να εξιδανικεύσω εκείνη την εποχή και τη γενιά μου, αλλά δεν μπορώ να πω πως σήμερα είναι καλύτερα τα πράγματα.  

Θυμάμαι! Θυμάμαι πολλά! Θυμάμαι που πίναμε νερό απ’ το λάστιχο (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε τηγανίτες  τυροκούλουρα και τηγανόψωμα απ’ τα χέρια της μάνας μας. Τρώγαμε τα σταφύλια την ίδια ώρα που τα κόβαμε στ’ αμπέλι και δεν παθαίναμε τίποτα! Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ’ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει «κούπες», βεντούζες δηλαδή! Να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι! Και πιο μετά, να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για ν’ αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα, του πεντάλεπτου, να δείχνουν τον πυρετό μας!

Περνάγαμε, ώρες ατέλειωτες, έξω απ’ το σπίτι, φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδες και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς, απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο! Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, ή από κάτω από ξερολιθιές, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε τεράστια  καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας! Κι αν τ’ αποκτούσαμε τα πατάγαμε μ’ εκείνα τα μεγάλα τάλιρα για να μη φουσκώσουν!

Είχαμε φίλους! Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους, στις πλατείες, μπροστά στις εκκλησίες, όπου υπήρχε ελεύτερος χώρος!  Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα, ήταν πέτρες, σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες. Και για καλάθια του μπάσκετ, είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Που πολλές φορές συνέβαινε το μοιραίο, να σπάσουμε δηλαδή τα τζάμια και τότε γινόμαστε «μην τους είδατε», «Λούηδες»!

Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο, μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .

Πηγαίναμε στο γήπεδο, τρείς ώρες πριν το ματς και γυρίζαμε παπί απ’ τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι, τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν.

Το χωριό μας, ο γενέθλιος τόπος μας, πέτρινοι τοίχοι, πέτρινα χρόνια, κεφάλια κουρεμένα, μα όνειρα ακούρευτα! Εικόνες μακρινές, βγαλμένες απ’ το χτες, στη μνήμη μας, στη μνήμη αυτών των ανθρώπων που είχαν την ευλογία να γεννηθούν και να μεγαλώσουν σ’ ένα χωριό! Σ’ αυτό το χωριό, πρωταγαπήσαμε, εδώ ονειρευτήκαμε, εδώ ταξιδέψαμε στο μέλλον, στο παρόν που μεγαλώσαμε και τώρα, για δες, …ξαναγυρνάμε πάλι πίσω!

 Μεγαλώσαμε σαν παιδιά, με τις χαρές και τις λύπες μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε, όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος!

 πηγή: Τα Νέα της Λευκάδας

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧριστούγεννα 2019 στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας
Επόμενο άρθροΦωταγώγηση  Χριστουγεννιάτικου Δέντρου στη Λευκάδα με πυροτεχνήματα