Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Ο γιατρός ήταν… ετοιμόγεννος

Ο γιατρός ήταν… ετοιμόγεννος

0
fat-doctor-karya

fat-doctor-karya

Γράφει ο Ανδρέας Σταύρακας – Κόκορος

Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι στο χωριό, από τη πολύ δουλειά και από τη στέρηση, ήταν «πετσί και κόκαλο όπως λέει ο λαός μας », ήταν τόσο αδύνατοι οι πιο πολλοί, που μπορούσες με κλειστό στόμα να τους μετρήσεις τα δόντια.

Θυμάμαι τότε που ήμουν μικρός, είχε ο μακαρίτης ο Σπύρος ο Σάββας ένα μπακάλικο, στου Κέκιου το ισόγειο, εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Πιέρου. Έξω είχε λίγα φρούτα, ένα ντενεκέ σαρδέλες παστές και μια μικρή ζυγαριά.

Του Σπύρου δε, του άρεσε το καλαμπούρι και για να γελάσομε, έλεγε στους πιο αδύνατους να ανέβουν στη ζυγαριά να τους ζυγίσει και θυμάμαι δεν ζύγιζε κανένας πάνω από σαράντα πέντε οκάδες, πενήντα εφτά κιλά περίπου.

Η οκά ήταν μέτρο βάρους, έως τα μέσα του περασμένου αιώνα, είχε τετρακόσα δράμια και χίλια διακόσα εβδομήντα πέντε γραμμάρια, άρα ζύγιζε το κάθε άτομο περίπου πενήντα εφτά κιλά, μόνο τα κόκαλα και οι πέτσες.

Μόνο κανένας υπάλληλος, που ήταν κάμποσοι τότε στο χωριό, ήταν το ειρηνοδικείο και η χωροφυλακή, γιατί ήταν υποδιοίκηση τότε στην Καρυά. Ήταν και οι δάσκαλοι, όλοι αυτοί που έπαιρναν μισθό, είχαν και τα τυχερά τους καμιά μασλίκα τυρί καμιά πλακίδα, έτσι ήταν πιο καλοθρεμμένοι.

Οι παπάδες ήταν και αυτοί ταλαίπωροι, δεν έπαιρναν μισθό όπως σήμερα, ότι τους έδινε ο κόσμος, που πολλές φορές έκαναν γάμους και βαφτίσια βερεσέ, έτσι και αυτοί δούλευαν σε αγροτικές δουλειές.

Θυμάμαι κάποτε το μακαρίτη το παπά Σπύρο, που είχε πάει να βαφτίσει ένα παιδί στα Ρεκατσινάτα, «γιατί τα βαφτίσια και τους γάμους τους έκαναν στα σπίτια τότε ». Oταν γύριζε, κατά ιδρωμένος και κουρασμένος τον ρώτησαν «πως έβγαλαν το παιδί παπά» και ο παπάς που ήταν νευριασμένος που δεν τον είχαν πληρώσει, ετοιμόλογος όπως ήταν απάντησε με πείσμα. -Το έβγαλαν βερεσέ.

Μετά τον πόλεμο που έρχονταν κάποιοι από την Αμερική, τους κοιτάζαμε σαν να ήταν κάτι το παράξενο, αφού ήταν καλοθρεμμένοι και καλοντυμένοι, με παρδαλά ρούχα όπως αυτά που φοράμε εμείς σήμερα.

Όλα τα κακά και τα παράξενα από την Αμερική μας έρχονται, όπως η Μαργαρίτα μας έφερε το φεμινισμό και έγιναν οι γυναίκες σαν το Φιδέλ Κάστρο και τον Καντάφη. Ο δε Παπανδρέου μας έφερε από την Αμερική τον «σοσιαλισμό »και τους σοσια-ληστές.

Αργότερα θυμάμαι, είχε έρθει ένας γιατρός στο χωριό, ήταν προσεκτικός και είχε πάρει τη φήμη του καλού γιατρού.

Αν και δεν υπήρχαν τότε τα μέσα που υπάρχουν σήμερα, ακτινογραφίες, αιματολογικές εξετάσεις κ.τ.λ.. αλλά από την πείρα και από το πολύ διάβασμα έκανε καλές διαγνώσεις.

Όταν του τύχαινε κανένα δύσκολο περιστατικό έλεγε στους συγγενείς του ασθενή, βράστε του λίγο μοσχαράκι να πιει το ζουμί. Που να έβρισκες μοσχαράκι τότε, έτσι αν ο ασθενείς πέθαινε έλεγαν, τους είπε ο γιατρός να του δώσουν μοσχαρίσιο ζουμί αλλά δεν τον άκουσαν, έτσι πάλι η διάγνωση του ήταν σωστή.

Ο γιατρός ήταν λίγο παχύς αλλά όχι υπερβολικά, στο χωριό που κάθισε λίγο καιρό πάχυνε ακόμη περισσότερο, δεν έπαιρνε από όλους αμοιβή, γιατί ήξερε πως δεν είχε ο κόσμος τότε λεφτά.

Γι’ αυτό ήταν όλοι υποχρεωμένοι στο γιατρό, οι γυναίκες μάλιστα που πήγαιναν τα παιδιά τους και τα γιάτρευε προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βγάλουν την υποχρέωση πηγαίνοντας του ρεγάλα.

Τυριά, γάλατα, κοτόπουλα, αυγά, τυρόπιτες, λαχανόπιτες και άλλα πολλά, έτσι τον έκαναν το γιατρό σαν ένα μπαλονάκι…Περνούσε πολύ καλά ο γιατρός στο χωριό και δεν θα έφευγε αν δεν συνέβαινε τούτο το πιο κάτω περιστατικό.

Ήταν χειμώνας και ένα βράδι αρρώστησε ένα μικρό παιδάκι, είχε σαράντα πυρετό, το τύλιξε η δόλια η γιαγιά του σε μια μαντανία και το πήγε στο γιατρό.

Ο γιατρό όταν είδε το παιδί σ’ αυτά τα χάλια, την έβρισε τη γριά. -Δεν ντρέπεσαι να φέρεις το παιδί με τόσο πυρετό μέσα στη νύχτα με τέτοια παγωνιά και δε με φώναξες ν’ αρθώ στο σπίτι να δω το παιδί.

-Να με συμπαθάς γιατρέ μου, αλλά ρεβαρδάρισα να σε βάλω σε κόπο τέτοια ώρα και με τέτοια κακοκαιρία.

Την άλλη μέρα διαδόθηκε σαν τη γρίπη των πουλερικών σε όλο το χωριό, τι καλός γιατρός και τι γαλαντόμος.

Από τότε και ύστερα, όταν κάποιο παιδί του πονούσε λίγο το κεφάλι, η είχε τριάντα έξι και εφτά πυρετό, φώναζαν το γιατρό στο σπίτι .

Έτσι ο γιατρός γύριζε όλη μέρα από σπίτι σε σπίτι, άσε που όταν απαντούσε καμιά γυναίκα στο δρόμο, που είχε ακουμπήσει τη βαρέλια με το νερό στη λιθιά για να ξαποστάσει, τον φώναζε. Πιάσε γιατρέ μου τη βαρέλα να μου τη βάλεις στο κεφάλι, η κράτα γιατρέ το γαϊδούρι να ανεβώ καβάλα.

Είδε ο καψερός ο γιατρός πως η τόσο μεγάλη καλοσύνη ή ταν λάθος του, αλλά εκεί που είχαν φτάσει τα πράματα δεν γινόντανε να αλλάξει τακτική και προτίμησε να φύγει και κατέβηκε στη χώρα.

Το πάθημα, του έγινε μάθημα, άνοιξε ένα ιατρείο και μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις πήγαινε στα σπίτια, αμειβόταν και πιο καλά και έτσι περνούσε πολύ καλά.

Του άρεσε το καλό φαγητό, ήταν και το σκαρί του και σε λίγο καιρό έγινε σαν τον Πάγκαλο.

Όταν πήγαινε σε κάποιο σπίτι έπρεπε να ανοίξουν και τα δυο φύλλα, έμπαινε πρώτα η κοιλιά του και σε κάνα δυο λεπτά έμπαινε ο ίδιος, αυτά τα έλεγε ο ίδιος γιατί του άρεσαν τα καλαμπούρια.

Τον καιρό εκείνο, στην θέση που είναι τώρα η αποχέτευση, ήταν οι κάτω αλυκές που έχουν καταργηθεί πριν πολλά χρόνια, είχαν μείνει όμως τα τηγάνια, έτσι έλεγαν τα διαμερίσματα που γίνονταν το αλάτι.

Εκεί είχε ζεστό αρμυρό νερό και ένα μίγμα σα λάσπη, όποιοι έπασχαν ειδικά από ρευματικά ή άλλους πόνους, τους συνιστούσαν οι γιατροί και πήγαιναν, ξάπλωναν μέσα στο νερό και στη λάσπη και κάθονταν καμιά ώρα.

Έτσι και ο γιατρός, αφού είχαν περάσει τα χρόνια και από το πολύ βάρος, του πονούσαν τα πόδια, πήγαινε ξάπλωνε σε κάποιο τηγάνι με τις ώρες, προπαντός την Κυριακή, έβαζε και μια πετσέτα στο κεφάλι του για να μην τον πειράζει ο ήλιος και μόνο η κοιλιά περίσσευε και του φαίνονταν.

Ο Τάκης κάθε Κυριακή ανέβαινε στο χωριό έπαιρνε τη μάνα του που είχε φοβερούς πόνους, στα γόνατα και στην πλάτη, την έβαζε στο άλογο και την πήγαινε στις αλυκές για θεραπεία.

Εκείνη την Κυριακή αφού έφτασαν στις αλυκές, ο Τάκης πήρε το άλογο να το δέσει σε κάποιο δέντρο. Η κυρά Μαριό, «έτσι την έλεγαν τη μάνα του Τάκη», αναμέρισε σε ένα θάμνο, έβγαλε το φουστάνι της, έμεινε με την πουκαμίσα που ήταν από υφαντό χοντρό δύμτο που έφτανε έως τα στραγάλια, «δεν υπήρχαν μαγιό της πιθαμής τότε».

Γύρισε ο Τάκης την έπιασε από το μπράτσο και πήγαιναν να βρούνε θέση να ξαπλώσει.

Περνώντας από κει που ήταν ο γιατρός ξαπλωμένος, με την πετσέτα στο κεφάλι, παραξενεύτηκε η κυρά Μαριό και βγάζει μια δυνατή φωνή. Μπα η Θεότρελη τμόγενη γυναίκα και ήρθε να κυλιστεί στη λάσπη, δε φοβάται μην το ρίξει το παιδί. Τσόπα μάνα λέει ο Τάκης και έβαλε το δάκτυλο στο στόμα, είναι ο γιατρός.

Ο γιατρός που είχε ακούσει την κουβέντα, μέριασε την πετσέτα και λέει γελώντας, ας’ την Τάκη την κυρά Μαριό έχει δίκιο, άλλαξαν κάμποσα αστεία που άρεσαν και στους δύο και πήγαν στη δουλειά τους.

Αλλά η κυρά Μαριό στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, με αυτό που έπαθε, γιατί είχε πολλές υποχρεώσεις στο γιατρό από τότε που ήταν στο χωριό και δεν το έβγαζε από το μυαλό της.

Κάποια μέρα που θα κατέβαινε ο άντρας της στη χώρα, για να καλοπιάσει το γιατρό και να βγάλει από μέσα της την αγκούσα που τη βασάνιζε,βέφτιαξε μια κολοκυθόπιτα με ζυμωτό φύλλο και σταρίσιο αλεύρι, που όταν την είδε ο γιατρός γελούσε μαζί με την κοιλιά του.

Αλλά και ο γιατρός γαλαντόμος όπως ήταν, της έστειλε ένα κεφαλοπάνι για την κόρη της, που ήταν αρραβωνιασμένη και θα παντρεύονταν σε λίγες μέρες .

Έτσι η κυρά Μαριό η καψερή, χάρηκε που είδε πως δεν παρεξηγήθηκε ο γιατρός με αυτό που είπε τότε.

Πως είναι ετοιμόγεννος και θα ρίξει το παιδί.

Α Ι Σ Κόκορος

Προηγούμενο άρθροΑβεβαιότητα για την υποθαλάσσια σήραγγα στη Λευκάδα
Επόμενο άρθροΤα αποτελέσματα Κοινωφελούς Εργασίας Π.Ε. Λευκάδας