Αρχική Άλλες ειδήσεις Διαφορα Οι “λαμπαδόροι” μέσα από στίχους του Θοδωρή Γεωργάκη

Οι “λαμπαδόροι” μέσα από στίχους του Θοδωρή Γεωργάκη

0
Παλιό καΐκι γρι γρι σε πορεία με το πισινό και πέντε λαμπόβαρκες να ακολουθούν(φωτογραφία από το διαδίκτυο)

Γράφει ο Κώστας Σκλαβενίτης

Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο είναι η αποστολή στίχων από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή με τίτλο “ΑΡΜΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΟΥ” του λαογράφου, συγγραφέα και ποιητή Θοδωρή Θεμ. Γεωργάκη.
Η αποστολή των στίχων δεν είναι για να αναφερθώ σ αυτούς και μόνο, εστάλησαν από το Θοδωρή (που γνωριζόμαστε από τα νεανικά μας χρόνια) για να “παντρέψω” τους στίχους με το επάγγελμα του γριγριτζή ψαρά λαμπαδόρου τους οποίους από πιτσιρικάς τη δεκαετία του 60 αγνάντευε τη νύχτα από τη περιοχή της Μαντόνας, όπου συναντιούνται η Κατούνα και οι Σφακιώτες.

Εγώ Κατουνιώτης κι ο Θοδωρής Πινακοχωρίτης… αυτός βάζει την έμπνευση κι εγώ θα περιγράψω το επάγγελμα των λαμπαδόρων που ο πατέρας μου ήταν ένας απ αυτούς, αλλά κι εγώ έχω εμπειρίες από τότε που εργάστηκα σε γρι γρι της νύχτας στη περιοχή της Λυγιάς (επίνειο της Κατούνας) τη δεκαετία του 70.

Κατουνιώτες λαμπαδόροι στο λιμάνι της Λυγιάς τη δεκαετία του 60 Φωτογραφία “Αλισάχνη στα ίχνη της ζωής” εκδόσεις Τσιρίμπαση
Λαμπαδόρος λεγόταν ο εργάτης γρι γρι που δούλεψε στις μικρές βάρκες με τα κουπιά τις λεγόμενες “λαμπόβαρκες” διότι είχαν πάνω τις λάμπες που τραβούσαν κοντά τους τη νύχτα τα ψάρια.
Λάμπες με αμίαντο και πρεσαρισμένο με μπεκ το πετρέλαιο, έπρεπε δε όλοι τη νύχτα να προσέχει ο λαμπαδόρος ώστε να μη χαθεί το φως από τις λάμπες τρομπάροντας αέρα στη φιάλη που είχε μέσα με το πετρέλαιο.
Μόνος σε μία βάρκα όλη τη νύχτα, πολλές φορές με αντίξοες καιρικές συνθήκες μέσα στα μποφόρ το κρύο, τη βροχή και να έχεις την ικανότητα να “διαβάζεις” από το “μπούρμπλο”(φυσαλίδες) που ανέβαινε στον αφρό τι ψάρια υπήρχαν και σε τι ποσότητα.
Ένας καλός λαμπαδόρος ποτέ δεν έπεφτε έξω στη ποσότητα αλλά και τι είδους ψάρια είχαν μαζευτεί από κάτω.

Επίσης έπρεπε να σηκώνει και την άγκυρα με τα χέρια από πολλές δεκάδες οργιές νερό.Γι αυτό άλλωστε έπαιρναν και περισσότερα χρήματα απ όσους άλλους εργάτες δούλευαν στα καΐκια(μεγάλο και μικρό τα λεγόμενα μπροστινό και πισινό).

Λαμπόβαρκες αραγμένες στη παραλία “Λίμνη” της ΛυγιάςΦωτογραφία από τις εκδόσεις “Έτη φωτός” του Νίκου Κατωπόδη(Πανοθώμου)
Την εποχή εκείνη το κάθε γρι γρι είχε τέσσερις έως πέντε λαμπόβαρκες που στη πορεία για το προορισμό του έσερνε με σχοινί από πίσω σε απόσταση περίπου 10-15 μέτρων μεταξύ τους.

Οι βάρκες αφήνονταν σε διαφορετική καλάδα(ρίξιμο του διχτιού) όταν επρόκειτο για ψάρεμα στα ρηχά για κολιούς, γόπες, σαφρίδια κ.α και κάθε βράδυ γινόντουσαν τουλάχιστον πέντε καλάδες.Όταν επρόκειτο για ψάρεμα στα ανοιχτά (για σαρδέλα, γαύρο) είχαν κάποια απόσταση μεταξύ τους όπου συνήθως ενώνονταν πηγαίνοντας με τα κουπιά(επειδή τα ψάρια ακολουθούσαν το φως μέσα στη νύχτα), ώστε να γίνει μια ή δύο καλάδες.

Τις λάμπες αυτές αγνάντευε ο Θοδωρής στη περιοχή πίσω από το ακρωτήρι Γέρακα προς το Μεγανήσι και ανοιχτά της Παλαίρου από τη περιοχή των Σφακιωτών.

Πέρασαν πενήντα χρόνια και νοσταλγός των απλών και ωραίων εκείνων χρόνων γράφει τους παρακάτω στίχους…

Το φως από τις λάμπες γρι γρι τη νύχτα
ΤΙΜΙΟΙ ΨΑΡΑΔΕΣ
Της θάλασσας στρωσίδι, ευφραντικός ο μπάτης! Πόσο ημερεύει την καρδιά, λειώνει τον κάθε δισταγμό γαληνές λάμνα με σεργιανίζει!
Πόσα στα μάτια μου σκορπούν τα πυροφάνια αγιόφωτα στην νύχτα την ασέληνο ψυχές πυγολαμπίδες!Οι τίμιοι ψαράδες!
Μεθοκοπούν στη δούλεψη τον οίστρο σου κερνάμε, λαμπρή, σπουδάχτρα θάλασσα στ ορθόπλωρα γρι γρι τους!
Στη ρότα τους με τράβηξαν, μ έπιαναν απ το χέρι και μούδειξαν τα φωτερά τ αχραντα πυροφάνια! Μελισσοκέρια αγιόλαμπρα, ωραίοι φανοστάτες λάμπατε στ παιδιάστικά, στ απορημένα μάτια σαν σας αντίκριζα ψηλά, απ της Μαντόνας τις κορφές, τα βράδια τα ασέληνα γαλήνη να σκορπάτε!
Σε θάλασσα ακύμαντη ζωγραφιστές ελπίδες παράθυρα ολάνοιχτα στο σπίτι του Νηρέα! Παιδόπουλα του Διγενή στηθόχτιστοι ψαράδες τα δίχτυα σαν τραβάτε, τ άδολο ασήμι της ψαριάς, άγιασμα Ποσειδώνα, σ όσους στο αλμυρό νερό τη δίψα τους εδιάλεξαν από παιδιά να σβύνουν…
Πυρσοί μου πυροφάνια, στ ακρόβαρκά σας λαμπερές, φωτόσκορπες λυχνίες!Το έρεβος μεριάζετε σαν ασέληνες νυχτιέςκάθεται λάβα στις ψυχές…
Τίμιοι Γαλιλαίοι!

Πνοές της Αμφιτρίτης, τα δύχτια σας σαν πλυμμυρεί ο λύθρος της νυχτιάς σας… Ασημοστόλιστη ψαριά! Αγιόλαμπρη! Ζωήστρα…

ΥΓ. Απο πολλά χρόνια τώρα οι λαμπόβαρκες έχουν αντικατασταθεί από τα λεγόμενα ρομπότ κι έτσι δεν υπάρχουν εργάτες λαμπαδόροι. Εργάτες από τα καΐκια τα φουντάρουν κι αυτοί βλέπουν με μηχανήματα πλέον τα ψάρια στο βυθό.
Προηγούμενο άρθροΑγώνας Μπάσκετ: Νίκη Λευκάδας – Παναθηναϊκός
Επόμενο άρθροΠαρουσίαση Βιβλίου: “Ένα Βήμα Τη Φορά “