Αρχική Ειδήσεις ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ (Αφιερωμένο στον πατέρα μου)

ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ (Αφιερωμένο στον πατέρα μου)

0

ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ
(Αφιερωμένο στον πατέρα μου)

Του Χρήστου – Γιάννη Φουρλάνου, Δάσκαλου – Θεολόγου
Πάνε πολλά χρόνια που ως μαθητής άκουγα για την πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία. Οι
πρώτες παραστάσεις για το θέμα αυτό είναι από το μονοθέσιο σχολείο του χωριού μου
(Βουρνικάς Λευκάδας).
Από τη μια μεριά καμάρωνα για την ελληνική φιλοξενία, από την άλλη υπήρχε κάτι που με
έκανε να αναρωτιέμαι! Γιατί τόσος θόρυβος;
Αργότερα έμαθα και δίδαξα το τυπικό αρχαίας ελληνικής φιλοξενίας μέσα από την
Οδύσσεια. Σύμφωνα με αυτό ο ξενιστής (αυτός που φιλοξενεί τον ξένο) πρέπει:
Αρχικά να τον υποδεχτεί εγκάρδια και να τον καλέσει για να του παράσχει φιλοξενία.
Παράλληλα θα πρέπει (ο ξενιστής) να φροντίσει για τα ζώα και τα πράγματα (δόρυ, άρμα)
του φιλοξενούμενου.
Να του προσφέρει λουτρό, καθαρά ρούχα και οι δούλες να τον αλείψουν με λάδι.
Να του προσφέρει τιμητική θέση στο τραπέζι (να τον τρατάρει, να τον φιλέψει), εκλεκτή
μερίδα και ποτό. Έπρεπε δε να του φέρει νερό να πλύνει τα χέρια του. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις οργάνωνε προς τιμήν του ξένου γιορτή, ή και αγώνες.
Ύστερα από αυτά θα ρωτούσε ποιος είναι, από που έρχεται και τι θέλει. Αφού ακούσει τι
θέλει ο ξένος θα προσπαθούσε όσο μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Κατόπιν θα προσέφερε
στον ξένο διαμονή, όσες μέρες χρειάζονται. Τέλος να τον αποχαιρετίσει με δώρα, τα οποία
σφραγίζουν τη φιλία, η οποία αναπτύχτηκε μεταξύ τους.
Όλα αυτά κάτι μου θύμιζαν, χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω. Από την άλλη μεριά δεν
μπορώ να πω ότι το έψαχνα και ιδιαίτερα.
….. Βουρνικάς Λευκάδας, καλοκαίρι 2009. Ακριβώς ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα
μου.
Μπροστά στο σπίτι μας σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και κατέβηκε ένα ζευγάρι Ολλανδών.
Ζητούσαν τον Ευάγγελο Φουρλάνο. Τους εξήγησα ότι είμαι γιος του και ότι ο πατέρας μου
έχει πεθάνει ακριβώς πριν από ένα χρόνο.
Είδα στο πρόσωπό τους μια θλίψη που μου έκανε εντύπωση. Σκεφτόμουν από που τον
ήξεραν και στεναχωριούνται τόσο; Αυτοί ούτε ελληνικά καλά – καλά δε μιλούσαν.
Δεν άφησα όμως άλλες σκέψεις στο μυαλό μου. Τους κάλεσα στο σπίτι για να πιούμε έναν
καφέ. Μετά τον καφέ τους ρώτησα από γνώριζαν τον πατέρα μου. Μου είπαν ότι είναι

λάτρεις της Ελλάδας και ότι πριν από ένα χρόνο ήταν στη Λευκάδα και περνούσαν από το
χωριό μας. Περνώντας παρατηρούσαν τις τριανταφυλλιές μας και ο πατέρας μου που τους
είδε τους κάλεσε στο σπίτι.
Αφού τους κέρασε ότι υπήρχε στο σπίτι, όταν έφυγαν τους προσέφερε ως δώρα, δυο
πετσέτες που έγραφαν καλημέρα.
Η διήγηση αυτή ξεκλείδωσε το μυαλό μου. Όλες αυτές οι γνώσεις περί ελληνικής
φιλοξενίας, δεν ήταν πλέον θεωρίες. Ήταν εφαρμοσμένες στην πράξη. Οι αρχαίες
παραδόσεις μας είναι ζωντανές. Το πώς θα το εξηγήσει η παρακάτω ιστορία.
Ήταν Σεπτέμβριος, εποχή τρύγου, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο τρύγος δέσποζε αυτή
την εποχή. Ήταν το μοναδικό θέμα των συζητήσεων και σκίαζε κάθε τι.
Ένα απόγευμα πέρασε έξω από την αυλή μας ένας τουρίστας. Η λέξη τουρίστας εκείνη την
εποχή ήταν κάτι μεταφυσικό.
«Καλησπέρα», είπε.
«Καλησπέρα, έλα να σου δώσω ένα σταφύλι.», του απάντησε ο πατέρας μου. Ο ξένος
μπήκε μέσα στην αυλή μας. Ο πατέρας μου σηκώθηκε, τον χαιρέτισε δια χειραψίας και του
έδωσε καρέκλα να καθίσει.
Ακόμα έχω τις φωνές του πατέρα μου στ’ αυτιά μου.
«Κωστάντωωω…» ήρθε άνθρωπος στο σπίτι. Πλύνε του και δος του ένα σταφύλι.
Έρχομαι τώρα στο παρόν και σκέφτομαι: Ο πατέρας μου εφαρμόζει το τυπικό της ομηρικής
εποχής. Ποιος του το δίδαξε;
Φυσικά και υπάρχει απάντηση. Είναι το DNA της φυλής μας. Όλα αυτά ρέουν στο αίμα μας
όπως η γλώσσα μας.
Γυρίζω στο παρελθόν και συνεχίζω την ιστορία. Αφού έφαγε το σταφύλι ο τουρίστας,
σηκώθηκε να φύγει. Όμως ο πατέρας μου του λέει: Κάθισε να φτιάξουμε το κρασί. Έμεινε
μαζί μας ο ξένος τρεις μέρες. Συνεννοηθήκαμε με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού
μου, ο οποίος τότε ήταν μαθητής του γυμνασίου και ήξερε αγγλικά.
Το πρώτο βράδυ βγήκε με τον πατέρα μου στο καφενείο. Την επόμενη ξεναγήθηκε στα
πέριξ του χωριού. Μάλιστα με τον αδελφό μου ανέβηκαν το βουνό και πήγαν στο Άλατρο,
ένα χωριό στην κορυφή του βουνού. Το επόμενο βράδυ προτίμησε να μείνει σπίτι μας,
διότι εδώ λέει ότι ένιωθε «σαν στο σπίτι του».
Έμεινε μαζί μας σε όλη τη διάρκεια του πατήματος των σταφυλιών. Φεύγοντας μάθαμε και
τ’ όνομά του: Ρότζερ Μπράουν.
Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ότι φεύγοντας ο πατέρας
μου τον φίλεψε κάτι.

Γυρίζουμε τώρα στους Ολλανδούς. Κάπως έτσι μας διηγήθηκαν τη συνάντηση με τον
πατέρα μου.
Στο μυαλό μου τώρα έρχονται όλα αυτά τα χρόνια και οι διάφοροι ξένοι που περνούσαν
από το σπίτι μας. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ξένος από το χωριό και να μην περάσει
από το σπίτι μας. Αυτό που θυμάμαι καλά είναι ότι κανείς δεν έφευγε με άδεια χέρια. ( Ο
πατέρας μου είχε ένα μικρό μαγαζί που πουλούσε τέτοια είδη, έτσι μπορούσε να κάνει
τέτοια δώρα).
Οι φωνές του ηχούν ακόμα στα αφτιά μου. « Κωστάντω, καφέ και κουλούρι ήρθαν
άνθρωποι στο σπίτι!»
Όλα αυτά ήταν ζωντανά και ορατά κοινωνικά φαινόμενα. Στις μέρες μας όμως η κοινωνία
αλλάζει πρόσωπο. Βέβαια και οι καταστάσεις το επιβάλλουν. Έτσι μέσα στις αλλαγές
κλονίζεται και ο πανάρχαιος θεσμός της φιλοξενίας. Η φιλοξενία για την Ελλάδα είναι
πανάρχαιος και ιερός θεσμός.
Φυσικά δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου εκπρόσωπος του Ξένιου Δία. Έχω ακούσει κι έχω δει
πολλές τέτοιες ιστορίες περί φιλοξενίας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Απλά ήθελα να αφιερώσω αυτό το κείμενο στη μνήμη του πατέρα μου, ο οποίος τέτοιες
μέρες ήταν που έφυγε. (20 Ιουλίου 2008)
Πηγή : «Τα Νέα της Λευκάδας»

Προηγούμενο άρθροΣύλλογος Εργαζομένων Νοσοκομείου Λευκάδας: Θέμα: «Κατάργηση της τροπολογίας για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων στις μονάδες Υγείας και φροντίδας ηλικιωμένων και ανθρώπων με αναπηρία».
Επόμενο άρθροΓιάννης Antetokounmpo, Ο Έλληνας! Ο νέος Πλανητάρχης του μπάσκετ!