Αρχική Ειδήσεις Πώς θα διαμορφωθεί η ελληνική οικονομία το 2022; Προβληματισμοί και Διλήμματα

Πώς θα διαμορφωθεί η ελληνική οικονομία το 2022; Προβληματισμοί και Διλήμματα

0

Πώς θα διαμορφωθεί η ελληνική οικονομία το 2022; Προβληματισμοί και Διλήμματα

 Την κυβερνητική αισιοδοξία για την προοπτική της Ελληνικής Οικονομίας για το 2022 και για τα μετέπειτα χρόνια αποτυπώνει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για την Νομισματική Πολιτική του 2021 που παρέδωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, στον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνο Τασούλα.

Όπως επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας στην εν λόγω έκθεση «παρά την επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, την αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Επιπλέον ο  κ. Στουρνάρας  επισημαίνει  πως  «το 2021 είχαμε έναν ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως του 8%, ενδεχομένως και περισσότερο, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι ότι και το 2022 προβλέπουμε ένα ποσοστό περίπου 5% και το 2023 περίπου 4%. Άρα λοιπόν, είμαστε σε θέση την επόμενη δεκαετία να πετύχουμε κατά μέσο ετήσιο όρο έναν ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 3%».

Η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά την διάρκεια της πανδημίας, η ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού, η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων με υψηλούς ρυθμούς τα έτη 2022 και 2023 και των εξαγωγών αγαθών τα έτη 2022 και 2023 είναι οι παράγοντες που καταγράφονται ως εκείνοι που θα μπορούσαν να δράσουν θετικά στην εξέλιξη της Ελληνικής Οικονομίας το 2022.

Είναι όμως πράγματι έτσι;

Οι δυνητικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον εκτροχιασμό των προβλέψεων για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας το 2022 και τα μετέπειτα χρόνια, όπως επισημαίνεται βεβαίως και στην συγκεκριμένη έκθεση, είναι η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και την ενέργεια.

Πρόκειται για κινδύνους που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης, τον ανεπαρκή βαθμό απορρόφησης κονδυλίων από το ΝextGenerationEU και την ταχύτερη του αναμενόμενου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ που θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να επηρεάσει αρνητικά την ελληνική και την παγκόσμια οικονομία.

Η αυξημένη στο μεταξύ διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα εντείνει τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. Υπάρχει το ενδεχόμενο η Ευρώπη να αναγκάσει την Ελλάδα να ενσωματώσει τις εξασφαλίσεις των ομολόγων που έχουν αποκτήσει τα funds στο Δημόσιο Χρέος, απριόρι, λόγω της σχεδόν βέβαιης πληρωμής τους.

 

Η απάντηση λοιπόν είναι πως μάλλον όχι.

 

Η Ελλάδα στις 31 Δεκέμβρη 2020 είχε λόγο χρέους/ ΑΕΠ 236%, το υψηλότερο παγκοσμίως σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Μάλιστα στην διάρκεια της κρίσης (μετά το κούρεμα του 2012) το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 130 δις περίπου, χρήματα που κάλυψαν ιδιαίτερα τις ζημιές των τραπεζών.

Οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης πρέπει να περιορίσουν την επόμενη 20ετία το λόγο χρέους/ΑΕΠ στο 100% (σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και με ρυθμό 5% τον χρόνο. Αυτό απαιτεί και πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% αλλά και παράλληλα, ετήσιους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 4%. Δύσκολος στόχος για την ελληνική οικονομία που έχει ηττηθεί στην μάχη του διεθνούς ανταγωνισμού έχοντας χάσει κάπου 40% του ΑΕΠ την τελευταία δωδεκαετία.

Αυτό φαίνεται ήδη στον προϋπολογισμό του 2022 που επιδιώκει να περιορίσει το πρωτογενές έλλειμμα κατά 6.1% (από -7.3% το 2021 σε -1.2% το 2022). Η μείωση, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα προέλθει από την μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 6 δις ευρώ περίπου και την μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2022 κατά 4.2%. Αυτό είναι αμφίβολο να συμβεί όμως αν σκεφτεί κανείς ότι τα 6 δις ευρώ των δημόσιων δαπανών είναι δαπάνες αντιμετώπισης του COVID (εμβόλια κλπ.).

Επιπλέον οι κυβερνητικοί υπολογισμοί για τον προϋπολογισμό του 2022 έχουν γίνει με βάση την υπόθεση ότι τα επιτόκια χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους θα παραμείνουν σταθερά το 2022. Πρόκειται όμως για μία αμφισβητήσιμη υπόθεση εργασίας, αφού οι πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν και στον τερματισμό των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και σε αυξήσεις των παρεμβατικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών.

Σύμφωνα με την κυβερνητική εκτίμηση, τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίζουν να καλύπτονται από την ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο του 2022 που λήγει το πρόγραμμα PEPP (Pandemic Emergency PurchaseProgram). Τα ελληνικά ομόλογα συμπεριελήφθησαν στο εν λόγω πρόγραμμα κατ’ εξαίρεση αφού η χώρα δεν διαθέτει επενδυτική διαβάθμιση παρά τα δώδεκα χρόνια κρίσης και μνημονίων που έχουν μεσολαβήσει από το 2009.

Με άλλα λόγια μετά τον Μάρτιο του  2022 οι «αγορές» γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούν να πουλήσουν στην ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα που απέκτησαν και για τον λόγο αυτό, τόσο η διαθεσιμότητα κεφαλαίων, όσο και τα επιτόκια των ομολόγων θα είναι πολύ υψηλότερα. Ήδη το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ανέβηκε 0.75% εντός του 2021.

Ταυτόχρονα, οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου είναι κατά τον ΟΔΔΗΧ 24.9 δις για το 2022. Για να προκύψουν τα 24.9 δις υπέθεσαν επιτόκιο δανεισμού 1.3% (4.7 δις  / 350 δις χρέος) κάτι που δεν φαίνεται να είναι ρεαλιστικό ακόμα και με το δεδομένο ότι το 55% του δημόσιου χρέους βρίσκεται στον ESM και έχει επιτόκιο κάτω από 1%.

Αλλά το  κυριότερο είναι ότι η κυβέρνηση εντός του 2022 θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει και 11 δις ευρώ έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου (βραχυπρόθεσμα ομόλογα που λήγουν το αργότερο 18 μήνες μετά την έκδοση τους), τα οποία δεν εμφανίζονται στον πίνακα των χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού δημοσίου που καταρτίστηκε από τον ΟΔΔΗΧ. Η προσδοκία ότι οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν χρήματα να καλύψουν αυτό το ποσό και μάλιστα στο ίδιο επιτόκιο δεν είναι μάλλον ρεαλιστική.

Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, κατέγραψε  θετικό μέσο ετήσιο ρυθμό το 2021, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Το 2022 αναμένεται επιτάχυνση του πληθωρισμού, με την θετική συμβολή όλων των συνιστωσών του. Για το 2023, και μετέπειτα, αναμένεται αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, μόνο αν, πράγμα αμφίβολο, αποκατασταθούν τα προβλήματα στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς και υποχωρήσουν οι τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων. Διαφορετικά οι πληθωριστικές πιέσεις θα εξακολουθήσουν και θα ενταθούν.

Κάτι που δεν τονίζεται τόσο όσο θα έπρεπε στις συζητήσεις για τον πληθωρισμό είναι ότι ο πληθωρισμός δεν ο ίδιος για όλους. Όχι μόνο επηρεάζει περισσότερο τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, αλλά και είναι μεγαλύτερος για τα στρώματα αυτά μια και το καλάθι των βασικών αναγκών δεν είναι το ίδιο για τους οικονομικά ισχυρούς και τους οικονομικά ανίσχυρους.

Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος αναμένεται την επόμενη δεκαετία να πετύχει η Ελλάδα έναν κατά μέσο ετήσιο όρο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 3%. Έστω και εάν αυτή η αισιόδοξη προοπτική ευοδωθεί η ανάπτυξη δεν θα πρέπει να αφορά μόνο τις ισχυρότερες οικονομικά τάξεις αλλά και τις ασθενέστερες. Η σιωπηλή πολλές φορές παραδοχή ότι αν η ανάπτυξη αυτή διοχετευτεί στους οικονομικά ισχυρότερους θα διαχυθεί τελικά και στους οικονομικά ασθενέστερους δεν ισχύει.

Ένα πρόβλημα που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την ελληνική οικονομία και δεν παρουσιάζει σημεία βελτίωσης είναι η ανεργία των νέων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το α’ τρίμηνο του 2021 η ανεργία των νέων ανήλθε στο 43,3%. Το πρόβλημα της ανεργίας των νέων παραμένει δυσεπίλυτο. Άλλωστε, είναι χαοτική η διαφορά και σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μέσος όρος της ανεργίας σε αυτή την πολύ «ειδική» κατηγορία πολιτών ήταν 18,9% το α’ τρίμηνο του 2021 στην Ε.Ε. Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε καταγραφεί αύξηση, συγκριτικά με το 15,6% που είχε υπολογιστεί η ανεργία των νέων το α’ τρίμηνο του 2020, εντούτοις η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει σχεδόν διπλάσια ποσοστά. Οι νέες ηλικίες μαστίζονται και από τις ευέλικτες μορφές εργασίες που προσφέρουν μειωμένες αποδοχές.

Παρά τα παραπάνω αρνητικά δεδομένα όμως, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Υπάρχουν και θετικές δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2022 και τα επόμενα χρόνια. Οι δυνατότητες αυτές πηγάζουν κυρίως από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας και από το ανθρώπινο δυναμικό της. Η πολιτική εξουσία της Ελλάδος αυτονομημένη σε μεγάλο βαθμό από τους πολίτες της δεν υπηρετεί μία ανάπτυξη προς όφελος της πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά μία ανάπτυξη προς όφελος των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιστραφεί μόνο με την κινητοποίηση των πολιτών.

 

Λεβεντίδης Ιωάννης, Ευάγγελος Μελάς, Κωνσταντίνος Πούλιος,

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ

Προηγούμενο άρθροΠρόσκληση στην θεατρική παράσταση “Η ΕΝΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ”
Επόμενο άρθροΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ!