Αρχική Lefkada's Secrets Ο Χαρτοπαίχτης

Ο Χαρτοπαίχτης

0
Les joueurs de carte

Les joueurs de carte

Το ποίημα αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τη 10ετία του 60

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς,
κοντεύει πια να φέξει
κι ο μπαρμπα- Στάθης* ξεκινά
να πάει να βρει να παίξει

Κουμπώνει τη μαντύα του
τη σκούφια κατεβάζει,
να μην παγώσει ο δύστυχος
να μην τον φάει τ’ αγιάζι.

Δραχμή δεν έχει τσακιστή
μα προκαλεί την τύχη
περνάει από το μαγαζί
του Πανταζή του Λήτη.

Κατέβα κάτω Πανταζή
λεφτά να με δανείσεις
έχω ανάγκη σοβαρή
να μ’ εξυπηρετήσεις.

Άσεμε Στάθη να χαρείς
παιδιά έχω και σπουδάζω
που να τα βρω τα δανεικά
στον κόσμο να μοιράζω;

Δεν είναι κρίμα Πανταζή
δεν είναι αμαρτία
οι άσχετοι να παίζουνε
κι ο Στάθης σ’ ανεργία;

Παίρνει το χιλιάρικο
ανάβει και το λμίνι**
και προχωράει ολοταχώς
στου τζόγου το καμίνι

Στο Πνακοχώρι θαν’ πολλοί
για κει και θα βαδίσω
με λίγη τύχη σκέφτομαι
όλους να τους μαδήσω.

Απ’ το Καρτέρι πέρασε
ακόμη λίγος δρόμος.
έλα Χριστέ και Παναγιά
μπροστά του ο αστυνόμος

Για πού πηγαίνεις γέροντα;
εκείνος τον ρωτάει.
Πάω να φέρω τη μαμή
η νύφη μου γεννάει.

Μα η μαμή είναι στην Καρυά
και ο γιατρός επίσης.
Έχασα το δρόμο μου
και να με συγχωρήσεις.

Απ’ τα χωράφια έκοψε
στα καφενεία φτάνει,
στου Γιώργου Τράμπα χώνετε
και μια γωνία πιάνει.

Ήταν εκεί πολλά παιδιά
ο Τόγιας ο Κωστάκης
ο μπαρμπα Τάσος ο Καλές
κι ο Στάθης ο Γιωργάκης.

Καλώστονε το γέροντα
φωνάζουν μ’ ένα στόμα
κάθισε στο τραπέζι μας
να βάλουμ’ ένα πιώμα.

Ήπιανε, ξαναήπιανε
στρωθήκανε στο τζόγο
μα ο μπαρμπα Στάθης έχανε
χωρίς κανένα λόγο.

Πόνταρε, ξαναπόνταρε
μα έμπαιν’ όλο μέσα
ήταν ο Στάθης άτυχος
κι η τράπουλα μπαμπέσα.

Μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο
να χάσει τα λεφτά του
έκανε πως λιποθυμά
πως τον πονά η καρδιά του.

Του δώσανε όσα έχανε
και κάτι παραπάνω
και σηκωτό τον φέρανε
στον Κάβαλο επάνω.

Να ‘στε καλά μωρές παιδιά
καλά να τα περνάτε
πηγαίνετε να παίξετε
να μη χασομεράτε.

Κι εγώ κοτζάμ καθηγητής
κοίταξε ειρωνεία
που δίδαξα για μια ζωή
σ’ όλα τα καφενεία.

Που έμαθα της τράπουλας
τα κόλπα ένα – ένα
το τζογολί, τον μπακαρά
και το τριάντα ένα.

Που είδα δόξες και τιμές
που ‘γραψα ιστορία
από τα μαθητούδια μου
να χάνω σολαρία.

Γι’ αυτό το αποφάσισα
κι όρκο βαρύ θα κάνω
αν ξαναπιάσω τράπουλα
να πέσω να πεθάνω.

Κι όταν ακούστε μιαν αυγή
η καμπάνα να χτυπάει
φωνάξετε όλοι μαζί
ο γερο – Στάθης πέθανε
ο γερο – Στάθης πάει…

Λαμπάδες μην ανάψετε
δάκρυα ας μη χύστε
μονάχα τραπουλόχαρτα
στο μνήμα μου σκορπίστε.

Να ‘χω στερνή μου συντροφιά
τον άσσο και τη ντάμα
που μια ζωή ολάκερη
περάσαμε αντάμα

Π.Ε. ΚΟΥΡΤΗΣ

* Eίναι ο μπάρμπα – Στάθης ο Κούρτης Ντενέρης
** Φωτιστικό σώμα που έκαιγε πετρέλαιο

Πηγή : ΠEPIOΔIKH ΠOΛITIΣTIKH EKΔOΣH TOY ΣYΛΛOΓOY «ΦΩTEINOΣ» Σφακιωτών Λευκάδας

 

Προηγούμενο άρθροΛαϊκοδημοτικό γλέντι των Αγίων Πατέρων στην Νικιάνα
Επόμενο άρθροΟχτώ γαλάζιες σημαίες για την Λευκάδα