του Μιχάλη Μακρόπουλου.
Τη νύχτα λυσσομανούσε ο αέρας, ήθελε ν’ αρπάξει τα κλειστά παντζούρια. Όλη νύχτα ο αέρας άρπαζε τις γλάστρες από τα μπαλκόνια, τα κλαδιά από τα δέντρα, τα κεραμίδια από τις σκεπές, τα όνειρα από τα μαξιλάρια των παιδιών, και το πρωί πήγα στον Αϊ-Γιάννη. Με τραβούσε η θάλασσα, όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα του σιδήρου. Χόρτα και βότσαλα, στην παραλία, ήταν γραπωμένα όλα απ’ το μακρύ σχοινί της σκιάς τους, να μην τα παρασύρει το κύμα.
Μετά από μπουρίνι, υπάρχει ένα ξεχωριστό φως. Είναι κάτι περισσότερο από φως, γιατί ό,τι φωτίζει σαν να το περιέχει κιόλας – σαν να του κλέβει την υλικότητά του. Το κύμα είναι καμωμένο από φως. Η πέτρα, το βότσαλο, είναι καμωμένα από φως, και, χάρη σε τούτη την παραδοξότητα του φωτός, η μόνη ύλη στην πέτρα και το βότσαλο είναι η σκιά τους.
Στάθηκα στη νοτισμένη άμμο. Στον πρώτο μύλο, εκεί που το καλοκαίρι οι αετοσανίδες πιτσιλίζουν με τα χρώματά τους τον ουρανό, ο αέρας είχε ξηλώσει τα καλάμια απ’ τις ομπρέλες. Στη βοή του κύματος, απαντούσε η σιωπή των μύλων. Χωρίς τη φτερωτή τους, δεν είχαν πώς ν’ απαντήσουν, και βαλμένοι κατά σειρά –κατά σειρά ερείπωσης, από τον πιο συντηρημένο πρώτο μύλο ως τον ερειπωμένο τελευταίο− αντιστέκονταν άφωνοι στην επίθεση του αέρα.
Στον καθρέφτη του ουρανού, τα σύννεφα ήταν το είδωλο των αφρισμένων κυμάτων. Γλάροι, αγγελιαφόροι ανάμεσα σ’ ουρανό και θάλασσα, αιωρούνταν κι αφουγκράζονταν, για να μεταφέρουν ορθά τα μηνύματα από τη γλώσσα του αέρα στη γλώσσα του νερού, και το αντίστροφο. Το κύμα είχε πετάξει στο δρόμο μια δεμένη βάρκα. Κι ό,τι άλλο είχε αρπάξει από τον πυθμένα, το ᾽χε σκορπίσει τριγύρω, ξαναφέρνοντας στην επιφάνεια μπουκάλια, σαγιονάρες – το πλαστικό ίζημα του ασύδοτου καλοκαιριού.
Τις κορυφές των αντικρινών βουνών σκέπαζε το πρώτο χιόνι. Τη νύχτα ο αέρας είχε αρπάξει γλάστρες, κλαδιά, κεραμίδια, όνειρα, και σ’ αντάλλαγμα είχε φέρει το χειμώνα.