Αρχική Lefkada's Secrets Παναγία Ευαγγελίστρια – Νεοχωρίου Λευκάδας

Παναγία Ευαγγελίστρια – Νεοχωρίου Λευκάδας

0
evaggelistria-1

evaggelistria-1

Η Ακολουθία της Αγάπης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ
(της μοναδικής με τρούλο στην Λευκάδα)

Ο μπαρμπα-Μήτσος μια φορά – στο παρατσούκλι Πιέρος –
την ιστορία μού ‘χε πει που θα σας πω. Ούτε λέξη
δεν θα προσθέσω. Φέξε νου, και το μελάνι ας τρέξει
ανόθευτο, σαν να μιλά ο ασπρομάλλης γέρος:

Στον κάμπο, ένα ανέμελο έβοσκε ψυχοπαίδι
τα πρόβατα ενός άρχοντα – ποιου τάχα; – Νιχωρίτη.
Μια αχτίδα φως απόμενε, «στου βελονιού την μύτη»,
σαν κάποιαν άγνωστη φωνή του είπε: «Ε, καλοπαίδι,

καλή σου ώρα!» Και κοντά ήρθε ο νεοφερμένος
να το ρωτήσει χίλια δυο: πώς λεν τ’ αφεντικό του,
ποιο του χωριού του τ’ όνομα και ποιο είναι το δικό του…
Κι εκείνο αποκρινότανε σ’ ό,τι ρωτούσε ο ξένος.

Του ‘πε αν ξέρει γράμματα. «Όχι!» απαντάει εκείνο
(ντρεπόταν που ετσαπάλιζε μόνον πέντε-έξι αράδες).
Ο άγνωστος του έβαλε στο χέρι δυο παράδες
λέγοντας: «Πάρε ετούτο εδώ το γράμμα που σου δίνω

και δώστο του αφέντη σου σαν θα γυρίσεις πίσω.
Από έναν φίλο να του πεις… Φεύγω τώρα, σ’ αφήνω…»
Και χάθηκε στο σούρουπο… Ενώ οι βατράχοι θρήνο
μες στο σουδάρι το θολό αρχίζαν το καμπίσο.

Βράδιαζε γύρω… Το παιδί τα πρόβατα συνάζει.
Έπεσε πάγρα… Νύχτωσε… Και ροβολάει να φύγει…
Στο δρόμο, όμως, δεν άντεξε… Κι έτσι, το γράμμα ανοίγει.
Συλλαβιστά, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, διαβάζει:

«Στο Παλιοχώρι, στης πηγής το διπλανό χωράφι,
είναι κρυμμένος θησαυρός…» Το γράμμα κι άλλα λέει:
πως είχαν κάνει πειρατές, τότε που ήταν νέοι,
τ’ αφεντικό του κι ο άγνωστος που το χαρτί υπογράφει!

Το ψυχοπαίδι απόκρυψε το γράμμα… Και ζητάει
προίκα το παλιοχώραφο, σαν κάποτε, μια μέρα,
παντρεύτηκε. Ο άρχοντας του το ‘δωσε. Κει πέρα
σκάβει απ’ το βράδυ ως το πρωί, μα τζάμπα ο κόπος πάει…

Στην Παναγιά μια εκκλησιά έταξε να της χτίσει,
όποιος θα μπαίνει στο χωριό να τήνε βλέπει μπρος του,
άμα του έδειχνε η Κυρά πού είναι ο θησαυρός του.
Μα η πίστη του λιγόστευε και κόντευε να σβήσει…

Το παλιοχώραφο όργωνε μια μέρα με τα βόδια,
σαν το γενί τού κάστηκε σε μέταλλο πως βρήκε –
σ’ ένα καζάνι σκούντρηξε, που το καπάκι βγήκε
σκορπίζοντας νομίσματα στου νεαρού τα πόδια!

Ήταν Ναπολεόνια, με λάμψη χρυσαφένια!
Εγιόμισε τις χούφτες του κι έκλαιγε απ’ την χαρά του.
Κι όταν ξανά στον τόπο της εγύρισ’ η καρδιά του,
το τάμα του στην Παναγιά ήταν η πρώτη του έννοια.

Έτσι εχτίστηκε ο ναός, που κάηκε κατόπι
κι απ’ τα ερείπια φτιάχτηκε η τωρινή εκκλησία –
αυτή που τώρα σέπεται από την υγρασία,
αφότου εγκατέλειψαν και το χωριό οι ανθρώποι…

Λένε πως κείνος ο βοσκός λεγόταν κωλο-Σίμος,
γιατί ήταν ένα πάμφτωχο κι ασήμαντο ανθρωπάκι.
Μ’ αφού εσένα, Παναγιά, σου ‘χτισε το εκκλησάκι,
πες στον Θεό πως φέρθηκε απέναντί σου εντίμως.

Λένε ακόμα – και αυτό τ’ άκουγα από παιδάκι –
πως κάναν ρακοκάζανο εκείνο το καζάνι
του θησαυρού – ως τα σήμερα τούτος ο θρύλος φτάνει –
και του γενιού η χαρακιά υπήρχε στο καπάκι.

Το ‘χε ο Σελέμης μια φορά, τώρα ο Ματζούφας το ‘χει.
Το ‘δα κι εγώ, δείτε κι εσείς, να η φωτογραφία!
Όμως να είναι τάχα αυτό; Και η παλιά ιστορία
συνέβηκε στ’ αληθινά; Ή μήπως πάλι όχι;

Δημήτρης Ε. Σολδάτος
ΚΑΦΕ ΡΕΤΡΟ
Βιβλιοπωλείον Τσιρίμπαση, 2014

evaggelistria2

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ

(της μοναδικής με τρούλο στην Λευκάδα)

Ο μπαρμπα-Μήτσος μια φορά – στο παρατσούκλι Πιέρος –

την ιστορία μού ’χε πει που θα σας πω. Ούτε λέξη

δεν θα προσθέσω. Φέξε νου, και το μελάνι ας τρέξει

ανόθευτο, σαν να μιλά ο ασπρομάλλης γέρος:

Στον κάμπο, ένα ανέμελο έβοσκε ψυχοπαίδι

τα πρόβατα ενός άρχοντα – ποιου τάχα; – Νιχωρίτη.

Μια αχτίδα φως απόμενε, «στου βελονιού την μύτη»,

σαν κάποιαν άγνωστη φωνή του είπε: «Ε, καλοπαίδι,

καλή σου ώρα!» Και κοντά ήρθε ο νεοφερμένος

να το ρωτήσει χίλια δυο: πώς λεν τ’ αφεντικό του,

ποιο του χωριού του τ’ όνομα και ποιο είναι το δικό του…

Κι εκείνο αποκρινότανε σ’ ό,τι ρωτούσε ο ξένος.

Του ’πε αν ξέρει γράμματα. «Όχι!» απαντάει εκείνο

(ντρεπόταν που ετσαπάλιζε μόνον πέντε-έξι αράδες).

Ο άγνωστος του έβαλε στο χέρι δυο παράδες

λέγοντας: «Πάρε ετούτο εδώ το γράμμα που σου δίνω

και δώστο του αφέντη σου σαν θα γυρίσεις πίσω.

Από έναν φίλο να του πεις… Φεύγω τώρα, σ’ αφήνω…»

Και χάθηκε στο σούρουπο… Ενώ οι βατράχοι θρήνο

μες στο σουδάρι το θολό αρχίζαν το καμπίσο.

Βράδιαζε γύρω… Το παιδί τα πρόβατα συνάζει.

Έπεσε πάγρα… Νύχτωσε… Και ροβολάει να φύγει…

Στο δρόμο, όμως, δεν άντεξε… Κι έτσι, το γράμμα ανοίγει.

Συλλαβιστά, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, διαβάζει:

«Στο Παλιοχώρι, στης πηγής το διπλανό χωράφι,

είναι κρυμμένος θησαυρός…» Το γράμμα κι άλλα λέει:

πως είχαν κάνει πειρατές, τότε που ήταν νέοι,

τ’ αφεντικό του κι ο άγνωστος που το χαρτί υπογράφει!

Το ψυχοπαίδι απόκρυψε το γράμμα… Και ζητάει

προίκα το παλιοχώραφο, σαν κάποτε, μια μέρα,

παντρεύτηκε. Ο άρχοντας του το ’δωσε. Κει πέρα

σκάβει απ’ το βράδυ ως το πρωί, μα τζάμπα ο κόπος πάει…

Στην Παναγιά μια εκκλησιά έταξε να της χτίσει,

όποιος θα μπαίνει στο χωριό να τήνε βλέπει μπρος του,

άμα του έδειχνε η Κυρά πού είναι ο θησαυρός του.

Μα η πίστη του λιγόστευε και κόντευε να σβήσει…

Το παλιοχώραφο όργωνε μια μέρα με τα βόδια,

σαν το γενί τού κάστηκε σε μέταλλο πως βρήκε –

σ’ ένα καζάνι σκούντρηξε, που το καπάκι βγήκε

σκορπίζοντας νομίσματα στου νεαρού τα πόδια!

Ήταν Ναπολεόνια, με λάμψη χρυσαφένια!

Εγιόμισε τις χούφτες του κι έκλαιγε απ’ την χαρά του.

Κι όταν ξανά στον τόπο της εγύρισ’ η καρδιά του,

το τάμα του στην Παναγιά ήταν η πρώτη του έννοια.

Έτσι εχτίστηκε ο ναός, που κάηκε κατόπι

κι απ’ τα ερείπια φτιάχτηκε η τωρινή εκκλησία –

αυτή που τώρα σέπεται από την υγρασία,

αφότου εγκατέλειψαν και το χωριό οι ανθρώποι…

Λένε πως κείνος ο βοσκός λεγόταν κωλο-Σίμος,

γιατί ήταν ένα πάμφτωχο κι ασήμαντο ανθρωπάκι.

Μ’ αφού εσένα, Παναγιά, σου ’χτισε το εκκλησάκι,

πες στον Θεό πως φέρθηκε απέναντί σου εντίμως.

Λένε ακόμα – και αυτό τ’ άκουγα από παιδάκι –

πως κάναν ρακοκάζανο εκείνο το καζάνι

του θησαυρού – ως τα σήμερα τούτος ο θρύλος φτάνει –

και του γενιού η χαρακιά υπήρχε στο καπάκι.

Το ’χε ο Σελέμης μια φορά, τώρα ο Ματζούφας το ’χει.

Το ’δα κι εγώ, δείτε κι εσείς, να η φωτογραφία!

Όμως να είναι τάχα αυτό; Και η παλιά ιστορία

συνέβηκε στ’ αληθινά; Ή μήπως πάλι όχι;

Προηγούμενο άρθροΓυναικείοι συνεταιρισμοί. Ας τολμήσουμε επιτέλους και στην Λευκάδα
Επόμενο άρθροΚαθαρισμός μονοπατιού από τον Ορειβατικό Σύλλογο Πρέβεζας